Super User

Super User

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ-ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής
και η επικύρωση αντιγράφου εγγράφου.

• ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
• ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ.
• Αρμόδιες Υπηρεσίες και όργανα.
• Προϋποθέσεις βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής.
• Ανάλυση προϋποθέσεων.
• Η πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής. Υποδείγματα.
• Προϋποθέσεις επικύρωσης αντιγράφου εγγράφου.
• Ανάλυση προϋποθέσεων.
• Η πράξη της επικύρωσης αντιγράφου εγγράφου. Υποδείγματα.
• Επικόλληση ενσήμων Ελληνικής Αστυνομίας.
• ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΓΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ.
• Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ 5-10-1961

 

Δ Ι Α Τ Α Ξ Ε Ι Σ

Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας
(Ν. 2690/1999, Φ.Ε.Κ. Α΄- 45/9-3-1999).

Άρθρο 11
Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής-Επικύρωση των αντιγράφων. (1)

1. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερόμενου γίνεται από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή από τα Κ.Ε.Π., βάσει του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 3.
Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, όταν προσέρχεται αυτοπροσώπως για υποθέσεις του στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα ή τα Κ.Ε.Π., προσκομίζοντας το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα πρωτότυπα έγγραφα.

2. Την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής που το εξέδωσε μπορεί να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος από όλες τις διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους ή συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους.
Ακριβή αντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων ή εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές, τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο ή δημόσια αρχή επικυρώνονται από όλες τις διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π.
Η επικύρωση αντιγράφων εγγράφων που έχουν εκδοθεί από ημεδαπή διοικητική αρχή δεν απαιτείται αν τα αντίγραφα αυτά συνοδεύονται από την κατά την παρ. 5 του άρθρου 3 υπεύθυνη δήλωση, στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια των στοιχείων.

3. Τα επικυρωμένα κατά τα ανωτέρω αντίγραφα εγγράφων που εξέδωσε διοικητική αρχή, καθώς και τα απλά αντίγραφα εγγράφων που εξέδωσε διοικητική αρχή που συνοδεύονται από την κατά την παρ. 5 του άρθρου 3 υπεύθυνη δήλωση, στην οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ακρίβεια των στοιχείων, γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τη Διοίκηση, όπως τα πρωτότυπα.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κάθε φορά αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, εξαίρεση εγγράφων ή διαδικασιών από τις ρυθμίσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού, εφόσον το επιβάλλουν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται ρητώς σε αυτήν.

(1) Το άρθρο 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 3345/2005 (Φ.Ε.Κ. Α΄- 138/16-6-2005).
Π.Δ. 75/1987 ''Αλληλογραφία και συναφή θέματα
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης'' (Φ.Ε.Κ. Α΄- 45/2-4-1987).

Άρθρο 24
Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής & επικύρωση αντιγράφων εγγράφων.

1. Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τις ισχύουσες διατάξεις, μπορούν να βεβαιώνουν το ιδιόχειρο της υπογραφής των πολιτών επάνω σε έγγραφα, τα οποία υπογράφουν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου. Επίσης μπορούν να βεβαιώνουν την ακρίβεια αντιγράφων ή φωτοαντιγράφων πρωτοτύπων εγγράφων ή επισήμων αντιγράφων αυτών, ευρισκομένων στα χέρια των ενδιαφερόμενων πολιτών. Η επικύρωση γίνεται έπειτα από αντιπαραβολή με το πρωτότυπο ή το ακριβές αντίγραφο που κατέχει ο ενδιαφερόμενος.

2. Αρμόδιοι για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και για την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων είναι όλοι οι αξιωματικοί, ανθυπαστυνόμοι και αρχιφύλακες που είναι ανακριτικοί υπάλληλοι, καθώς και οι πολιτικοί υπάλληλοι που είναι προϊστάμενοι οργανικών υπηρεσιακών κλιμακίων.
''Η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκείται και από το υπόλοιπο αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό, ύστερα από διαταγή του προϊσταμένου της οικείας αστυνομικής αρχής.'' (1)

3. Κατά τη βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής αναγράφονται τα εξής: ΄΄Βεβαιώνεται το ιδιόχειρο της υπογραφής (ονοματεπώνυμο του ενδιαφερόμενου, ο αριθμός του δελτίου ταυτότητας, η χρονολογία και η αρχή έκδοσης)΄΄ και ακολούθως ο τόπος, η χρονολογία, ο τίτλος, το ονοματεπώνυμο και ο βαθμός του οργάνου που ενεργεί τη βεβαίωση, την οποία υπογράφει και σφραγίζει με τη σφραγίδα της Υπηρεσίας.
Κατά την επικύρωση του αντιγράφου εγγράφου, αναγράφεται ΄΄Ακριβές αντίγραφο ή φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο που βρίσκεται στα χέρια του (αναγράφονται όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο)΄΄και ακολουθεί ό,τι και στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται.

4. Για τη βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής σε έγγραφα γραμμένα στην ελληνική ή ξένη γλώσσα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν σε ξένες αρχές που εδρεύουν, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό, καθώς και για την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων γραμμένων σε ξένη γλώσσα, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται από το Υπουργείο Εξωτερικών.


(1) Το εντός εισαγωγικών δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του Π.Δ. 149/1992 (Φ.Ε.Κ. Α΄- 60/21-4-1993).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Δ Ι Α Τ Α Ξ Ε Ω Ν

Υπηρεσίες και όργανα αρμόδια για τη βεβαίωση του γνησίου
της υπογραφής και την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων.

Αρμόδια για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων είναι οποιαδήποτε διοικητική αρχή και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.). Με τον όρο διοικητική αρχή νοούνται:

- Όλες οι δημόσιες Υπηρεσίες.

- Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) α΄ και β΄ βαθμού, δηλαδή οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, οι δήμοι και οι κοινότητες.

- Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ).

Αρμόδιοι για την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων πέραν από οποιαδήποτε διοικητική αρχή και τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), είναι οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι. (1)

Αρμόδιοι για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και για την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων από τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας είναι:

-Όλοι οι αξιωματικοί, οι ανθυπαστυνόμοι και αρχιφύλακες που είναι ανακριτικοί υπάλληλοι.

-Οι πολιτικοί υπάλληλοι που είναι προϊστάμενοι οργανικών υπηρεσιακών κλιμακίων (διευθυντές Διευθύνσεων και προϊστάμενοι Τμημάτων και Γραφείων).

-Οι υπόλοιποι αστυνομικοί (βαθμοφόροι μη ανακριτικοί υπάλληλοι και αστυφύλακες) και πολιτικοί υπάλληλοι, εφόσον οριστούν με έγγραφη διαταγή του προϊσταμένου της Υπηρεσίας τους. Η διαταγή αυτή μπορεί να ανακαλείται οποτεδήποτε κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου.

(1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ‘‘Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης…….’’.
Προϋποθέσεις βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής.

Το αρμόδιο όργανο της Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας ενεργεί τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

- Ο ενδιαφερόμενος φέρει κατά τη βεβαίωση, πρωτότυπο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του.

- Υπογράφει ενώπιον του αρμοδίου οργάνου.

- Το έγγραφο επί του οποίου υπογράφει περιέχει πλήρη δήλωση βούλησης που δεν αντίκειται στο νόμο και τα χρηστά ήθη.

- Το έγγραφο είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, κατά βάση.

- Δεν υφίστανται διατάξεις νόμων που απαγορεύουν ή θέτουν όρους για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής.


Ανάλυση προϋποθέσεων.

Ο ενδιαφερόμενος φέρει, κατά τη βεβαίωση, πρωτότυπο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του, όπως ορίζεται στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. (1)
Για την απόδειξη της ταυτότητας του ενδιαφερομένου απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, το πρωτότυπο αποδεικτικό έγγραφο και όχι ακριβές αντίγραφο ή επικυρωμένο φωτοαντίγραφο. (2)
Το αρμόδιο όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας οφείλει να ελέγχει την εγκυρότητα του αποδεικτικού εγγράφου (γνησιότητα, ισχύ, ύπαρξη θεώρησης εισόδου κ.λ.π.).
Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής με μη έγκυρο αποδεικτικό έγγραφο (πλαστό ή παραποιημένο διαβατήριο ή δελτίο ταυτότητας, διαβατήριο ή ταυτότητα που η ισχύς τους έχει λήξει, άκυρο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας κ.λ.π.) δεν είναι επιτρεπτή.


(1) Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, Φ.Ε.Κ. Α΄- 45 /9-3-1999).
Άρθρο 3. Αιτήσεις προς τη Διοίκηση.
1.…………………...……………………………………………………………………………….
4. Τα στοιχεία της ταυτότητας που αναφέρονται στην αίτηση, όταν πρόκειται για Έλληνες πολίτες, αποδεικνύονται από το δελτίο ταυτότητας ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριο. Η ταυτότητα των αλλοδαπών αποδεικνύεται, στην περίπτωση πολιτών κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, ενώ, στις άλλες περιπτώσεις, από το διαβατήριο ή άλλο έγγραφο βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδός τους στη Χώρα ή τα έγγραφα που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες ελληνικές αρχές. Η ταυτότητα των νομικών προσώπων αποδεικνύεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις που ισχύουν στην έδρα τους. Όταν η αίτηση δεν υποβάλλεται αυτοπροσώπως, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων. Αιτήσεις για έκδοση διοικητικής πράξης που υποβάλλονται μέσω Κ.Ε.Π. τα οποία έχουν την ευθύνη ελέγχου των στοιχείων ταυτότητας, θεωρείται ότι υποβάλλονται αυτοπροσώπως στην αρμόδια για την έκδοση της πράξης υπηρεσία.
5. Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται από το δελτίο ταυτότητας ή από τα αντίστοιχα έγγραφα, αν ειδικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά, γίνονται δεκτά βάσει υπεύθυνης δήλωσης του ενδιαφερόμενου, η οποία και διατυπώνεται σε προβλεπόμενο από τις σχετικές διατάξεις έντυπο. Ίδια δήλωση υποβάλλεται και όταν τα στοιχεία του δελτίου ταυτότητας για την οικογενειακή κατάσταση, τη διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα έχουν μεταβληθεί.

(2) Σχετική είναι η ΔΙΣΚΠΟ/Φ22/5583 από 22-3-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., σύμφωνα με την οποία ‘‘Ακριβή αντίγραφα του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή της προσωρινής βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής γίνονται υποχρεωτικώς αποδεκτά από τη Διοίκηση, όταν απαιτούνται και συνυποβάλλονται ως δικαιολογητικά για τη διενέργεια διοικητικών διαδικασιών. Για την απόδειξη όμως της ταυτότητας του πολίτη, για την υποβολή αιτήσεων στη Διοίκηση και την παραλαβή τελικών πράξεων (έγγραφα, πιστοποιητικά κ.α.), ή για την επίδειξη σε Δημόσιες ή Αστυνομικές Αρχές, όταν απαιτείται, επιβάλλεται η επίδειξη του πρωτοτύπου της ταυτότητας ή της προσωρινής βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής’’.
Ο Έλληνας πολίτης πρέπει να φέρει το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή το διαβατήριό του.
Οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες των Ενόπλων Δυνάμεων και του Λιμενικού Σώματος, καθώς και το αντίστοιχο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος, που βρίσκονται στην ενέργεια ή σε κατάσταση πολεμικής ή μόνιμης διαθεσιμότητας, αντί του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, φέρουν τα ειδικά υπηρεσιακά δελτία ταυτότητας.

Το διαβατήριο ελέγχεται ως προς την εγκυρότητα και την ισχύ του (ημερομηνία λήξης).
Το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ελέγχεται ως προς την εγκυρότητά του. (1) (2)


(1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ. 127/1969 (Φ.Ε.Κ.29/Α΄), το δελτίο ταυτότητας καθίσταται άκυρο επί μεταβολής στοιχείων της αστυνομικής ταυτότητας, λόγω αλλαγής επωνύμου, υιοθεσίας, αναγνώρισης τέκνου κ.λ.π., από της οριστικοποίησης της σχετικής πράξης. Ο ληξίαρχος ή κάθε άλλη διοικητική ή εκκλησιαστική αρχή που κατάρτισε ή εξέδωσε την πράξη, προβαίνει στην ακύρωση του δελτίου με την αποκοπή της αριστερής του γωνίας και ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ζητήσει από την αστυνομική αρχή την έκδοση νέου δελτίου, εντός διμήνου, με την προσκόμιση του ακυρωθέντος και αντιγράφου της πράξης που επιφέρει τη μεταβολή. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής αποτελεί ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης (άρθρο 13 Ν.Δ. 127/1969). Συναφώς, τονίζεται ότι ‘‘Δελτία ταυτότητας που έχουν ακυρωθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ. 127/1969 (Α΄-29) ΄΄περί αποδεικτικής ισχύος των αστυνομικών ταυτοτήτων΄΄ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ταξιδιωτικά έγγραφα’’ (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Δ. 308/1991, Φ.Ε.Κ. 106/Α΄). Αναφορικά με το θέμα σημειώνεται ότι με την 798/1986 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία δεν είχε γίνει αποδεκτή από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, ‘‘η κομμένη ταυτότητα και μετά την ισχύ του Ν. 1599/86, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη για τα στοιχεία που αναφέρει, όταν όμως συνοδεύεται με την υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του νόμου αυτού για τα στοιχεία που έχουν συντελέσει στην αποκοπή τμήματός της ή με αντίγραφο της σχετικής πράξης, έχει και αυτή αποδεικτική ισχύ’’. Στην πράξη, το πρόβλημα της ασφάλειας δικαίου κατά τη διαμόρφωση σχέσεων που έχουν έννομη σημασία μεταξύ των πολιτών, τίθεται, κυρίως, με τα άκυρα (κομμένα) δελτία αστυνομικής ταυτότητας των γυναικών, που είχαν τελέσει γάμο πριν την ισχύ του Ν. 1329/1983 (Φ.Ε.Κ. 25/Α΄), οπότε αυτές λάμβαναν το επώνυμο του συζύγου τους, και οι οποίες στη συνέχεια δεν άσκησαν το δικαίωμα ανάκτησης του πατρικού τους επωνύμου. Πρόκειται δηλαδή, για δελτία που έχουν εκδοθεί πέραν της εικοσαετίας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 περ. γ΄ του Ν.Δ. 127/1969 ‘‘η ανανέωση αυτών, εν πάση περιπτώσει, δέον απαραιτήτως να γίνεται ανά δεκαετίαν.’’ Συμπερασματικά, η διοίκηση δεν υποχρεούται να προβεί στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής με την επίδειξη και μόνον του άκυρου δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. (Σχετικά με την αποδεικτική ισχύ του δελτίου ‘‘κομμένης’’ αστυνομικής ταυτότητας έχει εκδοθεί η ΔΙΣΚΠΟ/Φ.15/10138 από 21-6-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.).

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 της 3021/19/53 από 14-10-2005 απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης ‘‘Τύπος, δικαιολογητικά, αρμόδιες υπηρεσίες και διαδικασία έκδοσης δελτίων ταυτότητας Ελλήνων πολιτών’’ (Φ.Ε.Κ. Β΄ -1440/ 18-10-2005), το δελτίο ταυτότητας ακυρώνεται και αντικαθίσταται: (α) λόγω ακύρωσης ένεκα μεταβολής οποιουδήποτε στοιχείου της ταυτότητας του κατόχου, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 Ν.Δ. 127/1969, (β) λόγω μη αναγραφής στο δελτίο ταυτότητας της ιθαγένειας του κατόχου ή λόγω μη αναγραφής των στοιχείων του κατόχου με λατινικούς χαρακτήρες, (γ) λόγω φθοράς, (δ) λόγω παρέλευσης δεκαετίας από την έκδοσή του, (ε) λόγω απώλειας ή κλοπής. Σχετική είναι η 8201/10-181417Α από 29-11-2005 διαταγή της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας/ Α.Ε.Α.
Ο αλλοδαπός πολίτης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να φέρει το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριό του.
Σημειώνεται ότι στα δελτία ταυτότητας των υπηκόων των περισσοτέρων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγράφεται και η ημερομηνία λήξης της ισχύος τους. Επομένως, αλλοδαπός πολίτης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να ζητήσει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, με το δελτίο ταυτότητας, όπως και με το διαβατήριο, εφόσον αυτά τα αποδεικτικά έγγραφα ισχύουν.

Ο αλλοδαπός υπήκοος τρίτης χώρας (εκτός κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρέπει να φέρει το διαβατήριο ή άλλο έγγραφο βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδος στην Ελλάδα ή τα έγγραφα που έχουν εκδώσει οι αρμόδιες ελληνικές αρχές.
Έγγραφα που εκδίδουν οι Ελληνικές Αρχές είναι βασικά οι άδειες διαμονής.
Στην περίπτωση των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών, πέραν της εγκυρότητας του διαβατηρίου (γνησιότητα, ισχύς) ελέγχεται και η ύπαρξη θεώρησης (visa) εισόδου σε ισχύ, εφόσον απαιτείται η χορήγησή της για τη νόμιμη είσοδο στην Ελλάδα. Επίσης, ελέγχεται η γνησιότητα τυχόν άλλου εγγράφου, το οποίο σε κάθε περίπτωση, πέραν των προσωπικών στοιχείων, απαιτείται να φέρει τη φωτογραφία του κατόχου για να είναι δυνατή η χρήση του ως αποδεικτικού της ταυτότητας.

(1) Με το άρθρο 73 παρ. 1 του Ν. 3386/2005, ‘‘Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια’’ (Φ.Ε.Κ. Α΄ -212/ 23-8-2005), ορίζεται ότι: ‘‘Ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι υποχρεωμένος να προσέρχεται ο ίδιος κατά την υποβολή της αίτησης για χορήγηση άδειας διαμονής, καθώς και για την ανανέωση αυτής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η σχετική πληρεξουσιότητα αποδεικνύεται εγγράφως με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος από αστυνομική αρχή και με την προϋπόθεση τήρησης της παρ. 1 του άρθρου 84 του νόμου αυτού.’’

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 3386/2005 (Φ.Ε.Κ. 212/Α΄), καθιερώνονται κατηγορίες αδειών διαμονής για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, ειδικούς λόγους, εξαιρετικούς λόγους, οικογενειακή επανένωση, καθώς και άδειες διαμονής αόριστης διάρκειας και επί μακρόν διαμένοντος.
Ειδικά από τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας εκδίδονται τα ακόλουθα έγγραφα για την ταυτότητα αλλοδαπών:
-Ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς (από Αλβανία και τέως Ε.Σ.Σ.Δ.).
-Δελτίο ταυτότητας αλλοδαπού (ομογενείς από Τουρκία, Κύπρο και Αλβανία).
-Άδεια παραμονής αλλοδαπού (ομογενείς από άλλες χώρες).
-TDV Titre De Voyage (ταξιδιωτικό έγγραφο για πρόσφυγες).
-TDV Titre De Voyage (ταξιδιωτικό έγγραφο για ανιθαγενείς).
-Άδεια παραμονής αλλοδαπού που αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας.
-Ειδικό δελτίο αλλοδαπού που ζήτησε να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.
-Ειδικό δελτίο υπό ανοχή παραμονής μη αναγνωρισθέντος ως πρόσφυγα.
Επισημαίνεται ότι το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να μην παρέχει τις υπηρεσίες του σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από διεθνείς συμβάσεις, θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής και γενικά δεν αποδεικνύει ότι έχει εισέλθει και διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα (άρθρο 84 παρ.1 εδάφιο πρώτο του Ν. 3386/2005 ‘‘Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια’’, Φ.Ε.Κ. Α΄ -212/ 23-8-2005). (1)
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής κρατούμενου αλλοδαπού για εξουσιοδότηση σε δικηγόρους, προκειμένου να εκπροσωπηθεί ενώπιον δικαστικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται εξ’ οιουδήποτε δημόσιου εγγράφου, τα στοιχεία της ταυτότητάς του (παρ. 2 άρθρου 84 Ν. 3386/2005). (2)

(1) Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 84 του Ν. 3386/2005 (Φ.Ε.Κ 212/Α΄), οι υπάλληλοι των Υπηρεσιών και φορέων που παραβαίνουν τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, διώκονται πειθαρχικά και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, για παράβαση καθήκοντος.

(2) Ο Συνήγορος του Πολίτη, με το 8524/5.2.1 από 23-6-2005 έγγραφό του προς το ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, εκφράζει την άποψη ότι στα αποδεικτικά της ταυτότητας αλλοδαπού έγγραφα που εμπίπτουν στην έννοια της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999), εντάσσεται και το υπηρεσιακό σημείωμα περί του καθεστώτος διαμονής του στην Ελλάδα, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια για την απέλασή του Αστυνομική Αρχή, σε περίπτωση που αφήνεται ελεύθερος, αφού κρατήθηκε προσωρινά επί τρίμηνο, λόγω έκδοσης διοικητικής απόφασης απέλασης, που δεν έγινε εφικτό να εκτελεστεί. Σύμφωνα με την Αρχή, η άρνηση παροχής της ζητούμενης από τον αλλοδαπό υπηρεσίας, δηλαδή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του, ανεξάρτητα του αμφισβητούμενου ζητήματος σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της παραμονής στην Ελλάδα των προσώπων που η απέλασή τους είναι ανέφικτη, δεν συνιστά ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ρύθμισης του νόμου, στην περίπτωση που αφορά παροχή εξουσιοδότησης προς δικηγόρο, προκειμένου να τον εκπροσωπήσει νομίμως και με επάρκεια ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών για τα ζητήματα που άπτονται του καθεστώτος διαμονής του στη χώρα. Λαμβάνοντας υπόψη τα νομικά προβλήματα που ο αλλοδαπός αντιμετωπίζει ως προς το ζήτημα της διαμονής του στη Χώρα, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι η άρνηση βεβαίωσης της υπογραφής του, δύναται να επιφέρει προσκόμματα στην απόλαυση των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων του, περί αναφοράς στις αρχές και αναζήτησης και παροχής έννομης προστασίας, τα οποία αναγνωρίζονται κατά καθολικό τρόπο στον οποιοδήποτε διαμένει στη Χώρα και υπάγεται στους κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης. Με την άποψη αυτή συμφωνούμε απόλυτα. Το αρμόδιο όργανο υποχρεούται και στις περιπτώσεις αυτές να προβαίνουν στη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού σε παροχή εξουσιοδότησης προς το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, βάσει του υπηρεσιακού σημειώματος (που φέρει φωτογραφία) της Αστυνομικής Αρχής, η οποία είναι αρμόδια για τα θέματα απέλασης αλλοδαπών.

Ο ενδιαφερόμενος πολίτης υπογράφει ενώπιον του οργάνου.

Με την αυτοπρόσωπη παρουσία αφενός προστατεύονται τα έννομα συμφέροντα του πολίτη και αφετέρου διασφαλίζεται το όργανο που θα ενεργήσει τη σχετική πράξη και το δημόσιο συμφέρον.
Το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να ελέγξει αν το πρόσωπο που παρουσιάζεται ενώπιον του για θεώρηση του γνησίου της υπογραφής είναι το αναφερόμενο στο αποδεικτικό της ταυτότητας έγγραφο (έλεγχος φωτογραφίας κ.λ.π.), καθώς και αν είναι ικανό για δικαιοπραξία. (1)

Σε περίπτωση που ο πολίτης είναι αδύνατο να μετακινηθεί και να προσέλθει στο κατάστημα της Αστυνομικής Υπηρεσίας (άτομα με αναπηρίες, ασθενείς) τότε το αρμόδιο όργανο επιβάλλεται να μεταβαίνει στην κατοικία του ενδιαφερόμενου, προκειμένου να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής αυτού και να μην αρκείται σε διαβεβαιώσεις τρίτων ότι το σχετικό έγγραφο έχει υπογραφεί από τον ενδιαφερόμενο. Επισημαίνεται ότι η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται από το ίδιο το αρμόδιο για την ενέργεια της πράξης όργανο, το οποίο μεταβαίνει στην κατοικία του ενδιαφερόμενου. (2)

Υπογραφή είναι η ιδιόχειρη και συνήθως ιδιόρρυθμη αναγραφή του ονόματος και του επωνύμου προσώπου, που ισχύει ως διακριτικό του εν λόγω προσώπου (Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998). Η υπογραφή είναι αναγνωρίσιμη και όχι αναγνώσιμη. Κατά συνέπεια, το αρμόδιο όργανο είναι υποχρεωμένο να βεβαιώσει το ιδιόχειρο της υπογραφής του ενδιαφερόμενου άσχετα από τη γραφή που χρησιμοποιεί (ελληνική ή μη).


(1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα ‘‘Η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρη’’( άρθρο 130 Α.Κ.). Επίσης, ‘‘η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.’’(άρθρο 131 Α.Κ.). Κατά συνέπεια, το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να μη θεωρήσει το γνήσιο της υπογραφής προσώπου που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος της ηλικίας του ή βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 128 Α.Κ.), καθώς και προσώπου που κατά τη στιγμή της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής δεν έχει συνείδηση της δήλωσης που υπογράφει (μεθυσμένος κ.λ.π.).Βλέπε σχετικά παρακάτω για τις παράνομες και άκυρες δικαιοπραξίες.

(2) Σχετική είναι η 7011/10/27ζ από 10-11-1992 εγκύκλιος διαταγή του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (Υ.Δ.Τ./ Κ.Δ.Υ./ Διεύθυνση Μελετών/ 1ο Τμήμα), με θέμα ‘‘Εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες’’.

Η υπογραφή τίθεται από τον ενδιαφερόμενο πάνω σε έγγραφο περιέχον πλήρη δήλωση βούλησης που δεν αντίκειται στο νόμο και στα χρηστά ήθη.

Έγγραφο είναι γραπτό δυνάμενο να έχει νομική σημασία, αποτελεί δηλαδή ανθρώπινη σκέψη, νοητή τουλάχιστον στους ενδιαφερόμενους και πρόσφορη να χρησιμεύσει ως βάση για ενάσκηση δικαιώματος.
Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ''εν λευκώ'', δηλαδή σε λευκό χαρτί ή σε έντυπα υπευθύνων δηλώσεων, βεβαιώσεων κ.λ.π., επί των οποίων δεν έχει συμπληρωθεί το περιεχόμενο της δήλωσης ή βεβαίωσης του ενδιαφερόμενου, δεν επιτρέπεται, ως μη σύννομη, αφού, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται επί εγγράφων (άρθρο 24 παρ.1 Π.Δ. 75/1987). Έγγραφο, βεβαίως, δεν θεωρείται το λευκό χαρτί ούτε και το έντυπο δήλωσης, βεβαίωσης κ.λ.π., στο οποίο έχουν συμπληρωθεί μόνο οι ενδείξεις των στοιχείων ταυτότητας του ενδιαφερόμενου, χωρίς να περιλαμβάνεται και η δήλωση της βούλησης αυτού ή άλλο στοιχείο προορισμένο ή πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία.(1)
Ειδικά, η παράλειψη προσδιορισμού σε κείμενο εξουσιοδότησης του εξουσιοδοτούμενου προσώπου καθιστά ελλιπή και κατ’ ουσία άνευ περιεχόμενου τη δήλωση του εξουσιοδοτούντος, αφού δεν εμπεριέχεται σ’ αυτή ρητά, ούτε κατ΄ άλλο τρόπο εξωτερικεύεται, η βούληση του τελευταίου για παροχή εξουσίας αντιπροσώπευσης σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Η ατελής δήλωση δύναται να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του εξουσιοδοτούντος, τις αρχές των συναλλαγών και την ασφάλεια δικαίου και ως εκ τούτου δεν είναι νομικά δυνατή η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε κείμενο εξουσιοδότησης, στο οποίο δεν έχουν συμπεριληφθεί τα στοιχεία του εξουσιοδοτούμενου προσώπου. (2)

(1) Βλέπε παρακάτω την 1538/1992 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

(2) Σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, η αναφορά (αναγραφή) των στοιχείων του εξουσιοδοτημένου φυσικού προσώπου ή του νομικού προσώπου, το οποίο επιθυμεί ο εξουσιοδοτών, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του εγγράφου της εξουσιοδότησης. Η παρεχόμενη στον εξουσιοδοτούμενο εξουσία αντιπροσώπευσης, πρέπει να αφορά πράξη που είναι δεκτική αντιπροσώπευσης και να μην αφορά πράξεις οι οποίες λόγω της φύσης τους ή από το νόμο είναι ανεπίδεκτοι αντιπροσώπευσης (211 Α.Κ.). Σ΄ ό,τι αφορά την εξουσιοδότηση νομικών προσώπων, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 του Αστικού Κώδικα, τα νομικά πρόσωπα, έχουν κατ΄ αρχήν καθολική ικανότητα δικαίου όπως και τα φυσικά πρόσωπα, η οποία δεν εκτείνεται επί εννόμων σχέσεων που προϋποθέτουν την ιδιότητα του φυσικού προσώπου, όπως σχέσεων οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 70 Α.Κ. το νομικό πρόσωπο επειδή δεν έχει φυσική υπόσταση κατ΄ ανάγκη αποκτά δικαιώματα και αναλαμβάνει υποχρεώσεις δια των εκπροσωπούντων αυτό φυσικών προσώπων, δηλαδή των οργάνων του. Ως όργανα θεωρούνται τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν δικαίωμα να προβαίνουν σε ενέργειες προς κτήση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, στο μέτρο που καθορίζει η συστατική πράξη, η οποία ενδεχομένως να συμπληρώνεται από το νόμο. Η παρεχόμενη από φυσικά πρόσωπα προς τα νομικά πρόσωπα εξουσία αντιπροσώπευσης πρέπει να συνάδει προς το χαρακτήρα και τη φύση των εργασιών που διεξάγονται από το νομικό πρόσωπο και ενεργούνται δια των οργάνων αυτού και οπωσδήποτε να μη θέτει σε κίνδυνο τις αρχές των συναλλαγών ούτε την ασφάλεια δικαίου (π.χ. το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος ανώνυμη εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών).

Περαιτέρω ελέγχεται το κείμενο του εγγράφου επί του οποίου ζητείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Η υποχρέωση ελέγχου του επιλήψιμου του εγγράφου εντάσσεται στo γενικότερo πλαίσιo της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας (άρθρο 8 Ν. 2800/2000, Φ.Ε.Κ 41/Α΄), μπορεί δηλαδή να αποτρέψει ενέργειες αθέμιτες, παράνομες ή αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, όπως γίνεται δεκτό και με τη 1538 από 20-10-1992 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.
Για το θέμα αυτό έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι δεν απαιτείται ο έλεγχος του επιλήψιμου του εγγράφου, επειδή η πράξη της θεώρησης του γνησίου της υπογραφής είναι αυτοτελής και δεν προσδίδεται με αυτή εγκυρότητα στην ακρίβεια του κειμένου, αλλά μόνο στην υπογραφή του ενδιαφερομένου. Η άποψη αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από την Ελληνική Αστυνομία. (1)

(1) Από την Ανεξάρτητη Αρχή ‘‘Ο Συνήγορος του Πολίτη’’ είχε διατυπωθεί η άποψη ότι οι δημόσιες αρχές υποχρεούνται να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των εγγράφων, διότι η πράξη της βεβαίωσης είναι αυτοτελής (σχετικά έγγραφα είναι τα με αριθ. πρωτ. 8153/25-5-00 από 22-6-2000 προς το Β΄ Α.Τ. Χανίων και 11515/24-7-00 από 16-10-2000 προς τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Κρήτης). Η ίδια άποψη έχει διατυπωθεί και από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης (ΔΙΣΚΠΟ/Φ.22/44513 από 21-2-1992 έγγραφο), ότι δηλαδή το αρμόδιο όργανο βεβαιώνει μόνο το γνήσιο της υπογραφής του ενδιαφερόμενου χωρίς με την πράξη αυτή να προσδίδεται άλλη εγκυρότητα στην ακρίβεια του κειμένου, παρά μόνο στην εγκυρότητα της υπογραφής του ενδιαφερόμενου. Η αποδοχή της άποψης αυτής ενέχει τον κίνδυνο καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων (άρθρο 25 παρ.3 Συντάγματος, άρθρο 281 Αστικού Κώδικα) αντιβαίνει δηλαδή σε βασικό κανόνα δημόσιας τάξης. Για το λόγο αυτό δεν έγινε αποδεκτή από το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (Σχετικό είναι το με αριθ. πρωτ. 1010/1/16α από 3-1-2001 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης-Νομοθεσίας /Α.Ε.Α. προς το Συνήγορο του Πολίτη).

1538/1992 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Υ.Δ.Τ. *

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 1992
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΠΡΟΣ: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Διεύθυνση Μελετών/ Τμήμα 3ο
Αριθ. πρωτ: 3382 Φ. Γν. 1538

Σε απάντηση του με αριθ. 7011/10/27δ /30-9-92 εγγράφου σας, γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
Το άρθρο 24 του π.δ. 75/87 στις παραγρ. 1 και 4 ορίζει τα εξής:
1. Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τις ισχύουσες διατάξεις, μπορούν να βεβαιώνουν το ιδιόχειρο της υπογραφής των πολιτών επάνω σε έγγραφα, τα οποία υπογράφουν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου.
4. Για τη βεβαίωση του ιδιόχειρου της υπογραφής σε έγγραφα γραμμένα στην ελληνική ή ξένη γλώσσα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν σε ξένες αρχές που εδρεύουν, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό, καθώς και για την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων γραμμένων σε ξένη γλώσσα, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται από το Υπουργείο Εξωτερικών.
Το Υπουργείο Εξωτερικών με έγγραφά του έχει καταστήσει γνωστό ότι επί του θέματος έχει ορίσει ότι η επικύρωση της υπογραφής στα ξενόγλωσσα κείμενα, τα οποία πρόκειται να υποβληθούν σε ξένες αρχές, να γίνεται από τις αστυνομικές και λοιπές δημοτικές και κοινοτικές αρχές κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο στις αρχές αυτές μεταφράσεως (όχι επίσημης) του ξενόγλωσσου κειμένου στην ελληνική προς έλεγχο του επιλήψιμου ή μη αυτού, η οποία (μετάφραση), μετά τη θεώρηση της υπογραφής του μεταφραστή κατά τα κανονισμένα, θα τηρείται στο αρχείο της Υπηρεσίας που έκανε την επικύρωση της υπογραφής στο ξενόγλωσσο κείμενο.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει επικύρωση της υπογραφής σε ξενόγλωσσο έγγραφο χωρίς την τήρηση της ως άνω διαδικασίας.
Περαιτέρω επειδή η διάταξη ομιλεί περί εγγράφου, δηλαδή περί γραπτού δυναμένου να έχει νομική σημασία, αποτελούντος δηλαδή δήλωση ανθρώπινης σκέψεως, νοητής τουλάχιστον στους ενδιαφερομένους και πρόσφορου να χρησιμεύσει ως βάση για ενάσκηση δικαιώματος, συμφωνούμε πλήρως προς την παρ.7γ της υπ’ αριθ. 7011/10/27α/29-11-91 εγκυκλίου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης εχούσης ως εξής:
« Η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής ‘‘εν λευκώ,’’ δηλαδή σε λευκό χαρτί ή σε έντυπα υπευθύνων δηλώσεων, βεβαιώσεων κ.λ.π., επί των οποίων δεν έχει συμπληρωθεί το περιεχόμενο της δήλωσης ή βεβαίωσης του ενδιαφερόμενου, δεν επιτρέπεται, ως μη σύννομη, αφού, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 24 παρ. 1 π.δ. 75/1987), η θεώρηση (βεβαίωση) του γνησίου της υπογραφής γίνεται επί εγγράφων. Έγγραφο, βεβαίως, δε θεωρείται το λευκό χαρτί ούτε και το έντυπο της δήλωσης, βεβαίωσης, εξουσιοδότησης κ.λ.π., στο οποίο έχουν συμπληρωθεί μόνο οι ενδείξεις των στοιχείων ταυτότητας του ενδιαφερόμενου, χωρίς να περιλαμβάνεται και η δήλωση της βούλησης αυτού ή άλλο στοιχείο προορισμένο ή πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία. Επιπλέον, ο τρόπος αυτός ενεργείας εντάσσεται και στα γενικότερα πλαίσια της αποστολής του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας, μπορεί δηλαδή να αποτρέψει ενέργειες αθέμιτες, παράνομες ή αντίθετες προς τα χρηστά ήθη».
Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η θεώρηση γνησίου υπογραφής επί εγγράφου που δεν περιέχει δήλωση του ενδιαφερομένου.

Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΡΙΖΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ


* Η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.
(7011/10/27ζ από 11-11-1992 απόφαση-πράξη αποδοχής Υ.Δ.Τ.)
Το έγγραφο να είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, κατά βάση.

Το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του ενδιαφερόμενου εφόσον το έγγραφο πάνω στο οποίο υπογράφει είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή στην επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους την οποία και γνωρίζει το αρμόδιο όργανο. (1)

Για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε έγγραφα γραμμένα στην ελληνική γλώσσα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ξένες αρχές οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, καθώς και για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε ξενόγλωσσα έγγραφα, ακολουθούνται οι παρακάτω διαδικασίες που καθορίζονται από το Υπουργείο Εξωτερικών. (2)

Βεβαίωση της υπογραφής πάνω σε έγγραφο γραμμένο στην ελληνική γλώσσα και προορισμένο να χρησιμοποιηθεί σε ξένες αρχές:

Εφόσον ο ενδιαφερόμενος διαμένει σε απομακρυσμένο σημείο της χώρας και προσέρχεται σε Αστυνομική Υπηρεσία, η βεβαίωση πρέπει να γίνεται προσωπικά από το διοικητή αξιωματικό της Υπηρεσίας ή τον αναπληρωτή του και όχι από άλλα όργανα της Υπηρεσίας ή από όργανα υπηρεσιακών μονάδων επιπέδου Σταθμού, που δεν διοικούνται από αξιωματικό, προς αποφυγή σφαλμάτων και άσκοπης αλληλογραφίας μεταξύ των Υπηρεσιών και στην πράξη βεβαίωσης, πέραν των λοιπών στοιχείων, να αναγράφονται οπωσδήποτε ο τίτλος του οργάνου που ενεργεί τη βεβαίωση (διοικητής ή αναπληρωτής διοικητή), το ονοματεπώνυμο και ο βαθμός του.
Ο διοικητής της Αστυνομικής Υπηρεσίας οφείλει να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ότι η πράξη της βεβαίωσης απαιτείται να επικυρωθεί από τον προϊστάμενό του διευθυντή και γενικά για τη διαδικασία που ακολουθείται στις περιπτώσεις βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής επί εγγράφων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ενώπιον ξένων αρχών.
Η υπογραφή του διοικητή ή του αναπληρωτή του επικυρώνεται από τον προϊστάμενο αυτού διευθυντή Διεύθυνσης της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και Θεσσαλονίκης ή Αστυνομικής Διεύθυνσης Νομού ή τον αναπληρωτή του, στην πράξη βεβαίωσης του οποίου αναγράφονται επίσης, ο τίτλος, το ονοματεπώνυμο και ο βαθμός του.

(1) Το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώνεται και σε έντυπα με το ίδιο κείμενο σε δύο ή περισσότερες γλώσσες, εφόσον μια από τις γλώσσες του εντύπου είναι η ελληνική γλώσσα.

(2) Η διαδικασία αυτή έχει καθοριστεί με το Φ.090/1091/ΑΣ 194 από 18-8-1979 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών. Για το θέμα αυτό σχετική είναι η 49/2005 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου στο Υπουργείο Εξωτερικών (αριθ. πρωτ. 2536 από 22-8-2005 έγγραφό του προς το ΥΠ.ΕΞ), από την οποία προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για επικύρωση του γνησίου της υπογραφής επί ξενόγλωσσων κειμένων δεν θεσπίζεται ως ειδική και αποκλειστική, κατ’ αποκλεισμό της συναφούς αρμοδιότητας των λοιπών δημοσίων αρχών, κατά τη γενική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσέρχεται απευθείας στη Διεύθυνση της Γ.Α.Δ. Αττικής και Θεσσαλονίκης ή στην Αστυνομική Διεύθυνση Νομού, ο διευθυντής ή ο αναπληρωτής του μπορεί να προβαίνει στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του πάνω στο έγγραφο, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή, η προηγούμενη βεβαίωση από υφιστάμενή τους Υπηρεσία που διοικεί αξιωματικός. (1)
Οι ενδιαφερόμενοι των οποίων το γνήσιο της υπογραφής πάνω σε έγγραφα βεβαιώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω, επιβάλλεται να ενημερώνονται όπως αποστείλουν αυτά στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών για την τελική επικύρωση, προκειμένου προβούν σε περαιτέρω ενέργειες. (2)

Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε έγγραφα γραμμένα σε ξένη γλώσσα:

Ο ενδιαφερόμενος κατά την προσέλευσή του στην Αστυνομική Υπηρεσία, απαιτείται να προσκομίσει μετάφραση (ανεπίσημη) του ξενόγλωσσου εγγράφου στην ελληνική γλώσσα, προς έλεγχο του επιλήψιμου ή μη του περιεχομένου του. Ο προϊστάμενος της Αστυνομικής Υπηρεσίας ή ο αναπληρωτής του βεβαιώνουν πρώτα το γνήσιο της υπογραφής του μεταφραστή, που μπορεί να είναι και ο ενδιαφερόμενος, πάνω στο έγγραφο της μετάφρασης και στη συνέχεια βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής του ενδιαφερόμενου πάνω στο ξενόγλωσσο έγγραφο. Η μετάφραση αυτή, μετά τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, τηρείται στο αρχείο της Αστυνομικής Υπηρεσίας.
Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται παραπάνω για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σε έγγραφα που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε ξένες αρχές.

(1) Οι διευθυντές των αναφερόμενων Διευθύνσεων συνήθως μεταβιβάζουν στους Υποδιευθυντές τους που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία του Επιτελείου το δικαίωμα υπογραφής ‘‘με εντολή’’ για τις βεβαιώσεις του γνησίου της υπογραφής (άρθρο 23 παρ.6 Ν. 2800/2000, Φ.Ε.Κ. 41/Α΄).

(2) Η Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών τηρεί δείγματα των υπογραφών των διευθυντών των Διευθύνσεων των Γ.Α.Δ. Αττικής και Θεσσαλονίκης και των Αστυνομικών Διευθύνσεων Νομών, καθώς και των αναπληρωτών τους, τα οποία διαβιβάζονται διαμέσου της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
Δεν υφίστανται διατάξεις νόμων που απαγορεύουν ή θέτουν όρους για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής.

Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, ως κατ’ εξοχήν επιφορτισμένες με την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης δεν δύνανται να αδιαφορούν ή πολύ περισσότερο να συνεργούν σε καταστάσεις που τείνουν να διαμορφωθούν κατά παράβαση νομικών διατάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής προσώπων, όταν αυτά ενεργούν σε δικαιοπραξίες που είναι προφανώς παράνομες, άκυρες και επιχειρούνται κατά παράβαση των υφιστάμενων διατάξεων. Ειδικότερα, σημειώνονται:

-Η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι ‘‘Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται’’, καθώς και η διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα όπου προβλέπεται ότι ‘‘Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος’’. (1)

-Η διάταξη του άρθρου 130 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία ‘‘Η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρη’’. (2)


(1) Η τήρηση της διάταξης εξασφαλίζεται, κατ’ αρχή, με τον έλεγχο του επιλήψιμου του κειμένου.

(2) Τέτοιες δικαιοπραξίες είναι αυτές που ενεργούνται από όσους είναι:
-Ανίκανοι για δικαιοπραξία (άρθρο 128 Α.Κ.), δηλαδή όποιοι δεν έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους και όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, όπως πρόσωπα με ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή σωματική αναπηρία που περιθάλπτονται μόνιμα σε ιδρύματα κ.λ.π. ( άρθρο 1666 Α.Κ.).
-Παροδικά ανίκανοι για δικαιοπραξία, δηλαδή όποιοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους, όπως μεθυσμένοι, αμνήμονες, νοσηλευόμενοι σε ψυχιατρεία κ.α. (άρθρο 131 Α.Κ.).
-Περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία, δηλαδή οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 10ο έτος της ηλικίας τους, όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και όποιοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 129 Α.Κ.).
Στην τελευταία περίπτωση, όσον αφορά τους ανηλίκους άνω των 10 ετών, αυτοί είναι ικανοί για δικαιοπραξίες από τις οποίες αποκτούν απλώς και μόνο έννομο όφελος (άρθρο 134 Α.Κ.), δηλαδή να μην αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ούτε να διαθέτουν δικαιώματα. (π.χ. Η Αστυνομική Αρχή δεν πρέπει να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του ανηλίκου σε σύμβαση που συνάπτει με χρηματιστηριακή εταιρεία με αντικείμενο αγοραπωλησίες μετοχών, καθόσον με τη σύμβαση αυτή ο ανήλικος αναλαμβάνει και υποχρεώσεις για καταβολή του αντιτίμου των τίτλων, προμήθειας κ.λ.π.).
Για τη δικαιοπρακτική ικανότητα των ανηλίκων που έχουν συμπληρώσει το 14ο και το 15ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και για τους έγγαμους ανηλίκους ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 135, 136 και 137 Αστικού Κώδικα, αντίστοιχα.
Επίσης, το αρμόδιο όργανο δεν υποχρεούται να θεωρήσει το γνήσιο της υπογραφής αν για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία απαιτείται από το νόμο (Αστικό Κώδικα) η τήρηση συγκεκριμένου τύπου εγγράφου, όπως συμβολαιογραφικού εγγράφου (π.χ. για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, τη σύμβαση για εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, τη σύσταση δωρεάς, τη σύσταση πραγματικών δουλειών, την αποδοχή κληρονομιάς κ.λ.π.) ή δήλωσης στη γραμματεία δικαστηρίου (π.χ. αποποίηση κληρονομιάς κ.λ.π.). Στις περιπτώσεις αυτές το γνήσιο της υπογραφής δεν θεωρείται και στις πράξεις με τις οποίες παρέχεται πληρεξουσιότητα για τη σύναψη των συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 217 του Αστικού Κώδικα, η πληρεξουσιότητα υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία που αφορά, δηλαδή στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του Ν. 3386/2005 ‘‘Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια’’(Φ.Ε.Κ. 212/Α΄), προβλέπεται ότι η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών δεν επιτρέπεται αν γενικά δεν αποδεικνύουν ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα. (1)

Όρο θέτει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 84 του ιδίου νόμου, που προβλέπει τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής κρατουμένου αλλοδαπού για εξουσιοδότηση σε δικηγόρους, προκειμένου να εκπροσωπηθούν ενώπιον δικαστικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται, εξ’ οιουδήποτε δημόσιου εγγράφου, τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι επιτρεπτή η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής σε εξουσιοδότηση του κρατουμένου προς άλλα πρόσωπα ή για άλλους σκοπούς. (2)


(1) Σχετικά με το θέμα βλέπε και την παράγραφο του παρόντος εγχειριδίου για τα έγγραφα που πρέπει να φέρει αλλοδαπός υπήκοος τρίτης χώρας (εκτός κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), προκειμένου να ζητήσει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του.

(2) Σχετικές είναι και οι διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 1 του Ν. 3386/2005 που αφορούν τις υποχρεώσεις συμβολαιογράφων. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων, στις οποίες συμβαλλόμενοι ή συμμετέχοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, που παρίστανται αυτοπροσώπως ή δηλώνουν κατοικία ή διαμονή στην ημεδαπή, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να διαπιστώνουν ότι αυτοί έχουν θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής και να κάνουν σχετική μνεία στην πράξη τους. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις της σύνταξης πληρεξουσίων σε δικηγόρους προκειμένου να εκπροσωπήσουν υπηκόους τρίτων χωρών ενώπιον δικαστηρίων.
Ειδικό όρο αποτελεί η βεβαίωση της ταυτότητας ανηλίκου μόνον από έναν γονέα αυτού ή από εκείνον που έχει την επιμέλεια ή επιτροπεία του (3021/19/53 από 14-10-2005 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, Φ.Ε.Κ. 1440/Β΄). (1)

Όταν δεν υφίσταται απαγορευτική διάταξη νόμου, το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής χωρίς να εξετάσει περαιτέρω αν το σχετικό έγγραφο (εξουσιοδότηση κ.λ.π.) θα γίνει αποδεκτό από το φορέα στον οποίο πρόκειται να κατατεθεί, βάσει των εσωτερικών του κανονισμών (π.χ. το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής σε εξουσιοδότηση που πρόκειται να κατατεθεί σε κατάστημα τραπέζης για την ανάληψη χρημάτων ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού και της αποδοχής της ή μη από την τράπεζα).

(1) Η πράξη ταυτοπροσωπίας συντάσσεται σε πιστοποιητικό εγγραφής στα δημοτολόγια για ανηλίκους κάτω των 12 ετών (σε ανηλίκους κάτω των δύο ετών δύναται να συνταχθεί και σε ληξιαρχική πράξη γέννησης). Στο πιστοποιητικό ή τη ληξιαρχική πράξη επικολλάται φωτογραφία του ανηλίκου που σφραγίζεται με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Πράξη ταυτοπροσωπίας συντάσσεται και στην αίτηση-καρτέλα για την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας των προσώπων ηλικίας άνω των 12 ετών. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 3345/2005 (Φ.Ε.Κ. 138/Α΄), όλοι οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα και έχουν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους είναι υποχρεωμένοι να εφοδιασθούν με δελτίο αστυνομικής ταυτότητας. Σχετική με το θέμα είναι η 8200/83-307008 από 8-10-2005 διαταγή της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας /Α.Ε.Α.
Η πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής.

Εφόσον το αρμόδιο όργανο βεβαιωθεί για την ταυτότητα του ενδιαφερόμενου και συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναλύθηκαν παραπάνω, τον καλεί να υπογράψει ενώπιόν του και ακολούθως ενεργεί τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής.

Η πράξη της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής περιλαμβάνει τα εξής:

-Τον τίτλο της Αστυνομικής Υπηρεσίας.

-Το κείμενο ‘‘Βεβαιώνεται το ιδιόχειρο της υπογραφής (ονοματεπώνυμο του ενδιαφερόμενου, αριθμός του αποδεικτικού της ταυτότητας εγγράφου, δηλαδή του δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου κ.λ.π., η ημερομηνία και η αρχή έκδοσης αυτού).’’ (1)

-Τον τόπο και την ημερομηνία που γίνεται η βεβαίωση.

-Τον τίτλο, την υπογραφή, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του οργάνου που ενεργεί τη βεβαίωση. (2)

-Τη σφραγίδα της Αστυνομικής Υπηρεσίας.

Τα ανωτέρω στοιχεία αναγράφονται με το χέρι ή ορισμένα τίθενται με σφραγίδα (π.χ. τίτλος Υπηρεσίας, έναρξη κειμένου, τόπος βεβαίωσης, ονοματεπώνυμο και βαθμός οργάνου που ενεργεί τη βεβαίωση) και τα υπόλοιπα συμπληρώνονται με το χέρι. Για τη συμπλήρωση των στοιχείων με το χέρι χρησιμοποιείται αποκλειστικά ανεξίτηλο μελάνη χρώματος μπλε, ώστε να μην είναι ευχερής η παραποίηση της πράξης.

Με την ίδια πράξη μπορεί να βεβαιωθεί πάνω στο αυτό έγγραφο το γνήσιο της υπογραφής περισσοτέρων του ενός προσώπων.

(1) Το ονοματεπώνυμο του ενδιαφερόμενου αναγράφεται όπως προκύπτει από το αποδεικτικό της ταυτότητάς του έγγραφο. Στην περίπτωση αλλοδαπού που προσκομίζει διαβατήριο, άδεια παραμονής ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του, όπου το όνομα και το επώνυμό του αναγράφονται με λατινική γραφή, το αρμόδιο όργανο τα αναγράφει στην πράξη βεβαίωσης με λατινικά στοιχεία.

(2) Ως τίτλος του οργάνου αναγράφεται κατά περίπτωση, ο διοικητής, ο γραμματέας, ο αξιωματικός υπηρεσίας, ο υπαξιωματικός υπηρεσίας κ.λ.π.
Υποδείγματα βεβαίωσης γνησίου υπογραφής.

Προϋποθέσεις επικύρωσης αντιγράφου εγγράφου.

Το αρμόδιο όργανο της Αστυνομικής Αρχής ενεργεί την επικύρωση αντιγράφου εγγράφου, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

- Ο ενδιαφερόμενος φέρει κατά την επικύρωση, πρωτότυπο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του.

- Ο ενδιαφερόμενος φέρει μαζί με το προς επικύρωση αντίγραφο ή φωτοαντίγραφο και το πρωτότυπο έγγραφο ή επίσημο αντίγραφο της διοικητικής αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο έγγραφο.

- Το έγγραφο είναι γραμμένο, κατά βάση, στην ελληνική γλώσσα.
- Δεν υφίστανται διατάξεις νόμων που απαγορεύουν ή θέτουν όρους για την επικύρωση αντιγράφου εγγράφου.

-Το προς επικύρωση αντίγραφο ή φωτοαντίγραφο είναι ακριβές αντιπαραβαλλόμενο με το πρωτότυπο έγγραφο ή το επίσημο αντίγραφο της διοικητικής αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο έγγραφο.

Ανάλυση προϋποθέσεων.

Αποδεικτικό ταυτότητας του ενδιαφερόμενου.

Σ’ ότι αφορά το αποδεικτικό έγγραφο της ταυτότητας ισχύουν όσα αναλύθηκαν για τις προϋποθέσεις βεβαίωσης του γνησίου υπογραφής.

Επικύρωση από το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο της αρχής.

Η επικύρωση του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου γίνεται αποκλειστικά από το πρωτότυπο έγγραφο ή το επίσημο (ακριβές) αντίγραφο της διοικητικής αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο έγγραφο και ουδέποτε από επικυρωμένο αντίγραφο το οποίο δεν έχει επικυρωθεί από την αρχή που εξέδωσε το πρωτότυπο ή από επικυρωμένο φωτοαντίγραφο. (1)

(1) Βλέπε στις επόμενες σελίδες την 233/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
233/2000 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 233/2000
Ολομέλεια
Συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2000

Σύνθεση: Πρόεδρος: Ευστράτιος Βολάνης
Αντιπρόεδροι:………………………………………………………………….
Νομικοί Σύμβουλοι:………….………………………………………………..
Πάρεδροι (γνώμες χωρίς ψήφο):………………………………………………
Εισηγητής: Νικόλαος Ι. Δασκαλαντωνάκης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Αριθμ. Ερωτήματος: ΔΙΣΚΠΟ/ Φ27/16311/ 2-8-1999 Γενικής Γραμματείας Δημόσιας
Διοίκησης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.

Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται α) εάν τα διοικητικά όργανα έχουν την δυνατότητα να επικυρώνουν φωτοαντίγραφα όχι από το πρωτότυπο ή το ακριβές αντίγραφο της αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο αλλά από επικυρωθέν φωτοαντίγραφο και β) εάν τα διοικητικά όργανα έχουν την δυνατότητα να επικυρώνουν αντίγραφα από έγγραφα εκδοθέντα υπό αλλοδαπό νομικό καθεστώς.
……………………………………………………………………………………
Σχετικά με το ως άνω ερώτημα η Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε ως ακολούθως:
Ι……………………………………………………………………………………
ΙΙ. Α. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 παράγρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, με τον οποίο (άρθρο 33 παράγρ.1 αυτού) καταργήθηκαν οι αντίστοιχες γενικές διατάξεις του άρθρου 14 παράγρ. 3 του Ν. 1599/1986 ‘‘Σχέσεις κράτους-πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις’’ που αναφέρονταν στο ρυθμιζόμενο από τις παραπάνω διατάξεις θέμα (επικύρωση αντιγράφων), προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από οποιαδήποτε διοικητική αρχή την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο, όχι όμως και από επικυρωμένο αντίγραφο το οποίο δεν έχει επικυρωθεί από την αρχή που εξέδωσε το πρωτότυπο. Η σαφήνεια και ο ρητός χαρακτήρας των παραπάνω διατάξεων δεν επιτρέπουν να γίνει δεκτή άλλη λύση.
Β. Πριν δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, πρέπει να γίνει η εξής διευκρίνιση: Έγγραφα τα οποία προέρχονται από την αλλοδαπή, και μάλιστα δημόσια, συντεταγμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά στο εσωτερικό της χώρας μας παρά μόνο αν η γνησιότητά τους βεβαιώνεται κατά τα διεθνή νόμιμα.
Ειδικότερα: Η Σύμβαση που υπογράφηκε στη Χάγη στις 5-10-1961 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1497/1984 ‘‘Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων’’ ορίζει τα εξής:
‘‘Άρθρο 1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους. Κατά την έννοια της παρούσας Συμβάσεως ως δημόσια έγγραφα θεωρούνται:
(α) τα έγγραφα που προέρχονται από αρχή ή δημόσιο υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που προέρχονται από την εισαγγελική αρχή, δικαστικό γραμματέα ή δικαστικό επιμελητή,
(β) τα διοικητικά έγγραφα,
(γ) τα συμβολαιογραφικά έγγραφα,
(δ) οι επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρίσεως, θεωρήσεις για βέβαιη χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής που τίθενται σε ιδιωτικό έγγραφο.
Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται ωστόσο:
(α) στα έγγραφα που εκδόθηκαν από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες,
(β) στα διοικητικά έγγραφα που σχετίζονται άμεσα με εμπορική ή τελωνειακή πράξη.
Άρθρο 2. Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος απαλλάσσει από την επικύρωση τα έγγραφα στα οποία εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση και που πρέπει να προσαχθούν στο έδαφός του. Κατά την έννοια της παρούσα Συμβάσεως, η επικύρωση δεν καλύπτει παρά μόνο τη διατύπωση με την οποία οι διπλωματικοί ή προξενικοί πράκτορες της χώρας, στο έδαφος της οποίας πρέπει να προσαχθεί το έγγραφο, βεβαιώνουν τη γνησιότητα της υπογραφής, την ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, την ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο.
Άρθρο 3. Η μόνη διατύπωση που είναι δυνατό να απαιτηθεί για να βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής, η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως, η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο είναι η επίθεση της επισημειώσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 4 που χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους από το οποίο προέρχεται το έγγραφο…’’.
Παρατηρείται, επομένως, ότι αλλοδαπά δημόσια έγγραφα των οποίων η γνησιότητα δεν βεβαιώνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την Σύμβαση της Χάγης, ή, εφόσον προέρχονται από χώρα που δεν έχει συμβληθεί στην Σύμβαση αυτή, των οποίων η γνησιότητα δεν βεβαιώνεται κατά τα διεθνή νόμιμα (προξενική διαδικασία), δεν μπορούν να γίνουν δεκτά παντάπασιν από τις ελληνικές διοικητικές αρχές.
Περαιτέρω, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 11 παρ. 2 αυτού η επικύρωση αντιγράφων από έγγραφα που έχουν εκδοθεί υπό αλλοδαπό νομικό καθεστώς. Και τούτο διότι οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας εφαρμόζονται μόνο σε έγγραφα που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξεως και έχουν προέλθει από ημεδαπές διοικητικές αρχές (Δημόσιο, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου). Κατ’ ακολουθία μόνο από έγγραφα αυτής της φύσεως επιτρέπεται βάσει του άρθρου 11 παρ. 2 του παραπάνω Κώδικα η επικύρωση αντιγράφων. Ειδικότερα, η προκειμένη διάταξη, εντασσόμενη στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αναφέρεται προδήλως μόνο σε έγγραφα που προέρχονται από αλλοδαπές αρχές και έχουν εκδοθεί στα πλαίσια αλλοδαπών εννόμων τάξεων.
ΙΙΙ. Εν όψει των ανωτέρω, κατά την ομόφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., τόσο στο πρώτο σκέλος του τιθέμενου ερωτήματος όσο και στο δεύτερο σκέλος αυτού προσήκει αρνητική απάντηση. *

Ο Εισηγητής
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΒΟΛΑΝΗΣ

* Η γνωμοδότηση έχει εκδοθεί πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005 (Φ.Ε.Κ. 138/Α΄).
Έγγραφα στα οποία εφαρμόζεται η επικύρωση αντιγράφων με βάση το νόμο.

Το αρμόδιο όργανο επικυρώνει αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα δημοσίων εγγράφων ελληνικών διοικητικών αρχών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Αντίθετα, δεν επικυρώνονται αντίγραφα εγγράφων άλλων δημοσίων αρχών πέραν των διοικητικών (π.χ. δικαστικών αρχών).
Σύμφωνα με την 233/2000 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας εφαρμόζονται μόνο σε έγγραφα που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξεως και έχουν προέλθει από ημεδαπές διοικητικές αρχές (δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης) Κατ’ ακολουθία μόνον από έγγραφα αυτής της φύσεως επιτρέπεται βάσει του άρθρου 11 παρ. 2 του παραπάνω Κώδικα η επικύρωση αντιγράφων. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και τα αντίγραφα εγγράφων που εκδίδονται από τις ελληνικές διπλωματικές και προξενικές αρχές στο εξωτερικό (πρεσβείες, μόνιμες αντιπροσωπείες σε διεθνείς οργανισμούς, διπλωματικές αντιπροσωπείες, γενικά προξενεία, προξενεία και υποπροξενεία), καθόσον συνιστούν εξωτερικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας μας.
Στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 11 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας υπάγονται, σύμφωνα με την 335/2002 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., και οι επίσημες μεταφράσεις εγγράφων από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.
Επίσης, σύμφωνα με την 303/2003 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., επικυρώνονται αντίγραφα αδειών παραμονής αλλοδαπών που εκδίδονται από τις Περιφέρειες, βεβαιώσεων που χορηγούνται σε ομογενείς από χώρες της τέως Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και βεβαιώσεων και ειδικών σημάτων λειτουργίας τουριστικών επιχειρήσεων που χορηγούνται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες.
Η επικύρωση αντιγράφου άδειας οδήγησης των Υπηρεσιών Μεταφορών είναι επιτρεπτή, αλλά η κατοχή και επίδειξή του δεν παράγει έννομο δικαίωμα οδήγησης, σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Σημειώνεται ότι η επικύρωση φωτοαντιγράφου αστυνομικού δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου εκδοθέντος από ελληνική δημόσια αρχή είναι επιτρεπτή, όπως προβλέπεται και από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999). (1)

(1) Σύμφωνα με την 381/2002 Γνωμοδότηση του Γ΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., θεωρείται σύννομη και επιτρεπτή, αποκλειστικά για τήρηση στο αρχείο της δημόσιας αρχής, η βεβαίωση φωτοαντιγράφου εγγράφου αλλοδαπής αρχής (π.χ. διαβατήριο) ότι είναι όμοιο με το πρωτότυπο, στις περιπτώσεις που απαιτείται η προσκόμιση αλλά όχι η κατάθεση του πρωτοτύπου εγγράφου ως δικαιολογητικού. Η βεβαίωση αυτή πιστοποιεί μόνον την προσκόμιση και τον έλεγχο του εγγράφου της αλλοδαπής αρχής, στο πλαίσιο της πρακτικής των δημοσίων Υπηρεσιών του Ελληνικού Κράτους και δεν έχει το χαρακτήρα της επικύρωσης φωτοαντιγράφου.
Επιτρεπτή είναι και η επικύρωση εγγράφων που εκδίδονται από τις διοικητικές αρχές, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. και από το νόμιμο τύπο σύνταξής τους δεν προβλέπεται η σφράγιση με τη σφραγίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας (πτυχία και έγγραφα Α.Ε.Ι., έγγραφα δημοσίων νοσοκομείων κ.α.). Επιβάλλεται όμως, στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη νόμιμη σύνταξή τους, η επικοινωνία με την αρχή έκδοσης. (1)
Επίσης, επιτρέπεται η επικύρωση αντιγράφων εγγράφων που εκδίδονται από τα Υποθηκοφυλακεία (πιστοποιητικό ιδιοκτησίας, πιστοποιητικό βαρών, πιστοποιητικό μεταγραφής κ.α.) και τα Κτηματολογικά Γραφεία. (2)
Το αρμόδιο όργανο υποχρεούται να επικυρώνει και αντίγραφα δημοσίων εγγράφων τα οποία εκδίδονται από ελληνικές διοικητικές αρχές σε δίγλωσση μορφή (ελληνική και ξένη γλώσσα). Στην κατηγορία των εγγράφων αυτών εντάσσονται και τα κρατικά πιστοποιητικά γλωσσομάθειας που εκδίδονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. (3)

Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητά την επικύρωση αντιγράφων ιδιωτικών εγγράφων ή εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές, από ακριβή αντίγραφα αυτών, εφόσον έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο ή δημόσια αρχή (παρ. 2 άρθρου 11 Ν. 2690/1999, ως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005, Φ.Ε.Κ. Α΄- 138/16-6-2005).
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα πτυχία ιδιωτικών σχολών της ημεδαπής τα οποία έχουν επικυρωθεί από δημόσια αρχή (Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων) και τα πτυχία ξένων γλωσσών αλλοδαπών αρχών που έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο.
Σε φωτοαντίγραφα των εγγράφων αυτών δεν επιτρέπεται να γίνει πράξη επικύρωσης, εφόσον τα προσκομιζόμενα για αντιπαραβολή έγγραφα ή ακριβή αντίγραφα δεν είναι επικυρωμένα από δικηγόρο ή δημόσια αρχή,

(1) Σχετική είναι η ΔΙΣΚΠΟ/ Φ22 /5583 από 22-3-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.

(2) Σχετική είναι η ΔΙΣΚΠΟ/ Φ15 14941 15832 από 29-9-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.

(3) Βλέπε σχετικά: αριθ. πρωτ: 7011/10/71ι από 24-6-2005 έγγραφο του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας/ Διεύθυνση Οργάνωσης-Νομοθεσίας, αριθ. πρωτ: 60567/ ΚΒ από 21-6-2005 έγγραφο του Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων /Διεύθυνση Πιστοποίησης Γνώσης Ξένων Γλωσσών και αριθ. πρωτ: ΔΙΣΚΠΟ /Φ 15 12733 από 7-7-2005 εγκύκλιο του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.
Δεν είναι επιτρεπτή, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 16 του Ν. 3345/2005, η επικύρωση αντιγράφων:
-Ιδιωτικών εγγράφων.
-Εγγράφων αλλοδαπών αρχών.
-Εγγράφων εκδιδόμενων από συμβολαιογράφους ή δικηγόρους.
-Εγγράφων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.
-Εγγράφων εκκλησιαστικών αρχών.
-Εγγράφων δικαστικών αρχών.
-Εγγράφων νομικών προσώπων διεθνούς δικαίου. (1)

Σύμφωνα με την 552/2004 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. δεν υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και συνεπώς δεν επικυρώνονται αντίγραφα εγγράφων, των φορέων που εξέρχονται του δημόσιου τομέα σε εφαρμογή των άρθρων 30 του Ν. 1914/1990 και 22 του Ν. 1947/1991, της Δ.Ε.Η., του Ο.Τ.Ε. και των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων που συστήνονται με βάση το άρθρο 277 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995).
Επίσης, δεν επικυρώνονται αντίγραφα μεταφράσεων των μεταφραστών πτυχιούχων του Ιονίου Πανεπιστημίου (495/2004 Γνωμοδότηση Γ΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ.).

Με βάση ειδική διάταξη νόμου, απαγορεύεται η επικύρωση αντιγράφων ή φωτοαντιγράφων του αποδεικτικού ενημερότητας χρεών προς το Δημόσιο. (2)
Ομοίως, δεν επιτρεπτή η επικύρωση φωτοαντιγράφων των εντύπων Ε1 και Ε9 που κατατίθενται στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, καθώς και παρόμοιων με αυτά εγγράφων (Ε3, Ε5 κ.λ.π.). Φωτοαντίγραφα των εγγράφων αυτών επικυρώνονται μόνον από τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία στην οποία έχουν κατατεθεί και στο αρχείο της οποίας φυλάσσονται τα πρωτότυπα.

(1) Σχετική είναι η ΔΙΣΚΠΟ/ Φ22 /5583 από 22-3-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.

(2) Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 9 της 1109793/6134-11/0016 από 24-11-1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ‘‘Αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη και φορολογικές υποχρεώσεις προς το Δημόσιο’’(Φ.Ε.Κ.2134/Β) ‘‘Θεώρηση από οποιονδήποτε φωτοαντιγράφων ή αντιγράφων αποδεικτικού ενημερότητας χρεών προς το Δημόσιο μετά την έκδοσή τους δεν είναι επιτρεπτή. Εξαιρούνται τα φωτοαντίγραφα των αποδεικτικών ενημερότητας εξάμηνης ισχύος τα οποία θεωρούνται, ατελώς, από την Αρχή, που πρέπει να προσκομισθεί το αποδεικτικό ενημερότητας, με την επίδειξη του πρωτοτύπου κατά τη διάρκεια ισχύος του. Τα θεωρημένα αυτά φωτοαντίγραφα κατατίθενται αντί του πρωτοτύπου και η διάρκεια ισχύος αυτών είναι αυτή, που αναγράφεται επί του πρωτοτύπου.’’
Η αντιπαραβολή του αντιγράφου με το πρωτότυπο.

Η αντιπαραβολή του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου με το πρωτότυπο έγγραφο ή το επίσημο (ακριβές) αντίγραφο της διοικητικής αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο, προϋποθέτει ταύτιση του περιεχομένου. Σύμφωνα με την 335/2002 Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. ‘‘η παραβολή δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ανάγνωση αλλά απαιτεί ταύτιση του περιεχομένου, η οποία είναι δυνατή και επί εγγράφων συντεταγμένων σε ξένη γλώσσα.’’ Πληρέστερη όμως ασφάλεια παρέχει η ταύτιση που επιτυγχάνεται με την ανάγνωση του κειμένου. Το πρόβλημα υπάρχει κυρίως κατά την επικύρωση φωτοαντιγράφων επίσημων μεταφράσεων της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών από την ελληνική σε ξένη γλώσσα και ξενόγλωσσων εγγράφων που έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο ή δημόσια αρχή. Στις περιπτώσεις αυτές, το αρμόδιο όργανο πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή κατά την αντιπαραβολή για την ταύτιση του περιεχομένου του εγγράφου.

Τα αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα εγγράφων που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα αλλά προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε ξένες αρχές, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να τα επικυρώνουν στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Όταν ο ενδιαφερόμενος διαμένει σε απομακρυσμένο σημείο της χώρας, η σχετική επικύρωση των αντιγράφων ή φωτοαντιγράφων των εγγράφων μπορεί να γίνει από την Αστυνομική Αρχή, αλλά στη συνέχεια ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποστείλει τα επικυρωμένα αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών για τις περαιτέρω ενέργειες.
Αντίγραφα ή φωτοαντίγραφα εγγράφων που είναι γραμμένα σε ξένη γλώσσα και έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο αλλοδαπών εννόμων τάξεων, με την επιφύλαξη του άρθρου 16 παρ. 5 του Ν. 3345/2005, επικυρώνονται από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. (1)

Έγχρωμα αντίγραφα εγγράφων, που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, επικυρώνονται από το αρμόδιο όργανο, δεδομένου ότι από τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία της επικύρωσης αντιγράφων, δεν προκύπτει καμία διάκριση μεταξύ έγχρωμων και μη αντιγράφων.
Επίσης, αντίγραφα εγγράφων που φέρουν φωτογραφία επικυρώνονται, γενικώς, χωρίς την επικόλληση φωτογραφίας σε αυτά, καθόσον η επικόλληση φωτογραφίας στην περίπτωση αυτή, επί της φωτοτυπημένης ή σε άλλο σημείο του αντιγράφου, συνιστά αλλοίωση ουσιώδους χαρακτηριστικού έναντι του πρωτότυπου εγγράφου, ώστε να μην αποτελεί πλέον ακριβές αντίγραφό του. (2)

(1) Η διαδικασία αυτή καθορίστηκε με το Φ.094/1/ΑΣ 1117 από 31-3-1988 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών. Στην περίπτωση αυτή το αντίγραφο ή φωτοαντίγραφο επικυρώνεται από τον διοικητή της Υπηρεσίας ή τον αναπληρωτή του και στη συνέχεια θεωρείται το γνήσιο της υπογραφής αυτού από τον διευθυντή ή τον αρμόδιο υποδιευθυντή της προϊσταμένης του Διεύθυνσης., πριν αποσταλεί στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.

(2) Σχετική η ΔΙΣΚΠΟ/ Φ22/ 5583 από 22-3-2005 εγκύκλιος του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α.
Η πράξη της επικύρωσης του αντιγράφου εγγράφου.

Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που σημειώνονται παραπάνω και το αρμόδιο όργανο βεβαιωθεί από την αντιπαραβολή, για την ακρίβεια του αντιγράφου ή φωτοαντιγράφου με το πρωτότυπο έγγραφο ή επίσημο αντίγραφο που βρίσκεται στα χέρια του ενδιαφερόμενου, ενεργεί την επικύρωση του αντιγράφου.
Η πράξη της επικύρωσης του αντιγράφου εγγράφου περιλαμβάνει:

- Τον τίτλο της Αστυνομικής Υπηρεσίας.

- Το κείμενο ‘‘ Ακριβές αντίγραφο [ή φωτοαντίγραφο] από το πρωτότυπο [ή επίσημο αντίγραφο] που βρίσκεται στα χέρια του (ονοματεπώνυμο ενδιαφερόμενου, αριθμός του αποδεικτικού της ταυτότητας εγγράφου, δηλαδή του δελτίου ταυτότητας, διαβατηρίου κ.λ.π. η ημερομηνία και η αρχή έκδοσης αυτού)’’. (1)

- Τον τόπο και την ημερομηνία που γίνεται η επικύρωση.

- Τον τίτλο, την υπογραφή, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του οργάνου που ενεργεί την επικύρωση. (2)

- Τη σφραγίδα της Αστυνομικής Υπηρεσίας.

Τα ανωτέρω στοιχεία αναγράφονται με το χέρι ή ορισμένα τίθενται με σφραγίδα (π.χ. τίτλος Υπηρεσίας, έναρξη κειμένου, τόπος επικύρωσης, ονοματεπώνυμο και βαθμός οργάνου που ενεργεί την επικύρωση) και τα υπόλοιπα συμπληρώνονται με το χέρι. Για τη συμπλήρωση των στοιχείων με το χέρι χρησιμοποιείται αποκλειστικά ανεξίτηλο μελάνη χρώματος μπλε, ώστε να μην είναι ευχερής η παραποίηση της πράξης.

(1) Το ονοματεπώνυμο του ενδιαφερόμενου αναγράφεται όπως προκύπτει από το αποδεικτικό της ταυτότητάς του έγγραφο. Στην περίπτωση αλλοδαπού που προσκομίζει διαβατήριο, άδεια παραμονής ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του, όπου το όνομα και το επώνυμό του αναγράφονται με λατινική γραφή, το αρμόδιο όργανο τα αναγράφει στην πράξη βεβαίωσης με λατινικά στοιχεία.

(2) Ως τίτλος του οργάνου αναγράφεται κατά περίπτωση, ο διοικητής, ο αξιωματικός υπηρεσίας, ο υπαξιωματικός υπηρεσίας, ο γραμματέας κ.λ.π.
Υποδείγματα επικύρωσης αντιγράφου εγγράφου.

Επικόλληση ενσήμων στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής (1)

Στην πράξη βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής οποιοδήποτε προσώπου προς εξυπηρέτηση του ιδιωτικού του συμφέροντος επικολλάται:
Ένσημο Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ) 15 λεπτών (cent). (2)

Στην περίπτωση που με την ίδια πράξη βεβαιώνεται το γνήσιο περισσότερων της μιας υπογραφών, για κάθε υπογραφή επικολλούνται στο έγγραφο τα αντίστοιχα ένσημα, δηλαδή σε έγγραφο που βεβαιώνεται το γνήσιο τριών υπογραφών θα επικολληθεί ένσημο της ΕΛ.ΑΣ 15+15+15 λεπτών (cent).

Όμως, σε περίπτωση βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής δύο ή περισσότερων προσώπων που εκπροσωπούν κατά νόμο το αυτό νομικό πρόσωπο, επικολλούνται ένσημα αντίστοιχα με του φυσικού προσώπου, δηλαδή 15 λεπτών (cent) ΕΛ.ΑΣ.

Οι ατέλειες που ισχύουν για βεβαιώσεις, πιστοποιητικά κ.λ.π. δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής.
Σε περίπτωση βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής εκπροσώπου ξένης διπλωματικής αρχής εφαρμόζονται οι όροι της αμοιβαιότητας.

Επικόλληση ενσήμων στην επικύρωση αντιγράφου εγγράφου (1)

Στην πράξη επικύρωσης του αντιγράφου εγγράφου επικολλάται:
Ένσημο Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ): 44 λεπτών (cent). (2)

Σε περίπτωση που το αντίγραφο αποτελείται από περισσότερα του ενός (1) φύλλα, σε κάθε επιπλέον φύλλο επικολλάται ένσημο 23 λεπτών (cent) ΕΛ.ΑΣ.

(1) Τα ένσημα της Ελληνικής Αστυνομίας επικολλούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ν.1884/1990 (Φ.Ε.Κ. 81/Α΄). Το πάγια τέλη χαρτοσήμου του δημοσίου για τις περιπτώσεις βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής και επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων καταργήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.2873/2000 (Φ.Ε.Κ. 285/Α΄). Σχετική είναι η με αριθ. πρωτ. 8015/1/142α από 4-1-2001 εγκύκλιος διαταγή και ο οδηγός ενσημοχαρτοσήμανσης εγγράφων (8015/6/51ιε από 1807-2002) της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας. Ένσημα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (Μ.Τ.Σ.), που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.2913/2001 (Φ.Ε.Κ. 102/Α΄), δεν επικολλούνται καθόσον δεν έχουν εκδοθεί σε κλάσεις μικρότερες των τριών (3) ευρώ (Π.Δ. 123/2003, Φ.Ε.Κ. 108/Α).

(2) Σύμφωνα με τις διατάξεις της 8015/1/142β από 30-4-2001 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ‘‘Καθορισμός κλάσεων ενσήμου Ελληνικής Αστυνομίας από δραχμές σε ευρώ’’ (Φ.Ε.Κ. 546/Β΄/11-5-2001), οι κλάσεις 15, 23, 35 και 44 λεπτών (cent) αντιστοιχούν σε ένσημα 50, 80, 120 και 150 δραχμών.
ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ.

Η λειτουργία των εκτελεστικών Αστυνομικών Υπηρεσιών καθ΄ όλο το 24ωρο δεν δικαιολογεί και την υποχρέωση διεκπεραίωσης διοικητικής φύσης υποθέσεων, όπως η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής και η επικύρωση αντιγράφων εγγράφων, όταν μάλιστα η υποχρέωση αυτή για τις λοιπές δημόσιες Υπηρεσίες εξαντλείται μόνο μέσα στα όρια του ωραρίου λειτουργίας των γραφείων τους.

Με βάση τα ανωτέρω και με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινωνικού και υπηρεσιακού συμφέροντος, με τη 1010/1/5κζ από 28-5-1998 εγκύκλιο διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (Υ.Δ.Τ/Κ.Δ.Υ/ Διεύθυνση Μελετών), το ωράριο υποδοχής του κοινού στις Αστυνομικές Υπηρεσίες για θεώρηση του γνησίου της υπογραφής και την επικύρωση των αντιγράφων εγγράφων, καθορίστηκε ως εξής:

-Κατά τις εργάσιμες ημέρες από την ώρα έναρξης λειτουργίας των γραφείων ( δηλαδή από ώρα 07.00΄ ή 07.30΄) έως την 22.00΄ ώρα.

-Κατά τα Σαββατοκύριακα και τις ημέρες αργίας από την 08.00΄ώρα έως την 20.00΄ώρα.

Σε όλως ειδικές και εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης, κατά την εκτίμηση του διοικητή ή του υποδιοικητή της Υπηρεσίας ή των εντεταλμένων οργάνων εσωτερικής υπηρεσίας να βεβαιώνουν το γνήσιο της υπογραφής και να επικυρώνουν αντίγραφα εγγράφων (π.χ. αξιωματικού υπηρεσίας), είναι δυνατό το έργο αυτό να εκτελείται και κατά παρέκκλιση του ως άνω ωραρίου.

Οι εκτελεστικές Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας επιβάλλεται να έχουν αναρτημένες ενημερωτικές πινακίδες στους χώρους υποδοχής του κοινού για το τηρούμενο ωράριο βεβαίωσης γνησίου υπογραφής και επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων.

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ (ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ ΤΗΣ 5-10-1961).

Με το Ν.1497/1984 ‘‘Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων’’( Φ.Ε.Κ. 188/Α΄), κυρώθηκε και από τη Χώρα μας η σύμβαση που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων. (1) (2)

Με τη σύμβαση αυτή καταργείται η υποχρέωση της διπλωματικής ή προξενικής επικύρωσης των αλλοδαπών δημόσιων εγγράφων και αντί αυτής χορηγείται από το Κράτος που εκδίδει το έγγραφο επισημείωση με την οποία βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής, η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και ενδεχομένως η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο. (3)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του Ν. 1497/1984, ως αρμόδια αρχή για τη χορήγηση της επισημείωσης για τα διοικητικά έγγραφα που εκδίδονται από τις Δημόσιες Αρχές της χώρας μας, συνεπώς και από τις Αστυνομικές Αρχές, ορίζεται η Νομαρχία στην περιοχή της οποίας εδρεύει η Αρχή που έχει εκδώσει το έγγραφο. Για τα δικαστικής φύσεως έγγραφα ορίζεται το Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία εδρεύει η Αρχή που εκδώσει το έγγραφο.

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης που κυρώθηκε με το Ν. 1497/1984, αυτή εφαρμόζεται στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί σο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου Κράτους.
Κατά την έννοια της Σύμβασης ως δημόσια έγγραφα θεωρούνται:
-Τα έγγραφα που προέρχονται από αρχή ή δημόσιο υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου του Κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων που προέρχονται από την εισαγγελική αρχή, δικαστικό γραμματέα ή δικαστικό επιμελητή,
-Τα διοικητικά έγγραφα,
-Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα,
-Οι επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρίσεως, θεωρήσεις για βέβαιη χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής που τίθενται σε ιδιωτικό έγγραφο.
Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται ωστόσο:
-Στα έγγραφα που εκδόθηκαν από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες,
-Στα διοικητικά έγγραφα που σχετίζονται άμεσα με εμπορική ή τελωνειακή πράξη.
Σημειώνεται ότι η Σύμβαση της Χάγης είχε επικυρωθεί τουλάχιστον από 70 Κράτη. Η Ελλάδα έχει υπογράψει διμερή συμφωνία με την Κύπρο, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται η επικύρωση εγγράφων με την επισημείωση της Σύμβασης.

(2) Βλέπε παραπάνω την 233/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που αναφέρεται και στις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης.

(3) Ως παράδειγμα αναφέρεται, η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 92 του Ν. 3386/2005 ‘‘Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια’’ (Φ.Ε.Κ. 212/Α΄), σύμφωνα με την οποία τα αλλοδαπά δημόσια έγγραφα που απαιτούνται πρέπει να είναι επικυρωμένα με την επισημείωση της Σύμβασης της Χάγης, όπου αυτή απαιτείται. Σε περιπτώσεις που δεν απαιτείται επισημείωση, τα έγγραφα αυτά πρέπει να φέρουν επικύρωση από την ελληνική προξενική αρχή ή το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, του γνησίου της υπογραφής του αλλοδαπού οργάνου.
Αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές για την υπογραφή των εγγράφων στα οποία χρειάζεται να τεθεί η σφραγίδα APOSTILLE-Επισημείωση είναι οι Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις για τα έγγραφα που εκδίδονται από αυτές και οι Αστυνομικές Διευθύνσεις Νομών, οι Διευθύνσεις Αστυνομίας και οι ισότιμες με αυτές Υπηρεσίες για τα έγγραφα που εκδίδονται από τις ίδιες και τις υφιστάμενές τους Υπηρεσίες.

Για να μπορεί η Νομαρχία (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) να ελέγχει τη γνησιότητα των εγγράφων που προσκομίζονται από τους ενδιαφερόμενους προκειμένου να χορηγηθεί επισημείωση (τίθεται σφραγίδα APOSTILLE-Επισημείωση ), τηρεί δείγμα της υπογραφής και τα στοιχεία αυτών που έχουν ορισθεί να υπογράφουν τα έγγραφα αυτά. Προς τούτο, οι Αστυνομικές Υπηρεσίες επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης και Διεύθυνσης αποστέλλουν στις οικείες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις δείγματα της υπογραφής των αρμόδιων για την υπογραφή των εγγράφων (Γενικών Αστυνομικών Διευθυντών και Διευθυντών ή αρμόδιων Υποδιευθυντών).

Οι αυτοτελείς Αστυνομικές Υπηρεσίες επιπέδου κατώτερου της Διεύθυνσης υποχρεούνται, όταν συντρέχει περίπτωση χρήσης της σφραγίδας APOSTILLE-Επισημείωση σε έγγραφα που εκδίδουν, να θέτουν υπόψη των προϊσταμένων τους Υπηρεσιών τη σχετική αλληλογραφία για περαιτέρω χειρισμό. (1)

 



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                                                                                                                   Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2005
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΚΛΑΔΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ-ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ 2o ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Π. Κανελλοπούλου 4 - 101 77 ΑΘΗΝΑ

 

 


ΠΡΟΣ: Όλες τις Υπηρεσίες
της Ελληνικής Αστυνομίας

ΚΟΙΝ: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης

ΘΕΜΑ: Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική
δράση.

1. Σύμφωνα με έναν ορισμό, ανθρώπινα δικαιώματα είναι οι έννομες αξιώσεις που έχει ένα φυσικό πρόσωπο ή μια ομάδα (αλλά και ένα νομικό πρόσωπο), να ασκεί μια αρμοδιότητα που αποσκοπεί στο σεβασμό και την ανάπτυξη της προσωπικότητας ή την προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του και οι οποίες αξιώσεις όχι μόνον αναγνωρίζονται αλλά και εξασφαλίζονται, σε κρατικό ή σε διεθνές επίπεδο, με την αποχή της κρατικής εξουσίας (αλλά και κάθε ασκούντος εξουσία), από την ελεύθερη πράξη και δράση του ατόμου και την προστατευτική λειτουργία του κράτους στην απόλαυση των δικαιωμάτων αυτών. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί πάντα τη βασικότερη εγγύηση της ελευθερίας όλων των προσώπων, το αδιάψευστο κριτήριο της δημοκρατικότητας ενός κράτους, το μέτρο του πολιτισμού μιας κοινωνίας.

2. Με αφορμή την ημέρα εορτασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (10 Δεκεμβρίου), που καθιερώθηκε από τον Ο.Η.Ε., όχι μόνο ως ημέρα ανάμνησης της υπογραφής της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), αλλά και ως ευκαιρία επιβεβαίωσης της βούλησης της ανθρωπότητας να ζήσει με αξιοπρέπεια, ελευθερία, δικαιοσύνη και ειρήνη, κρίνεται σκόπιμο το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας να καταστεί κοινωνός της συνολικής στρατηγικής του Σώματος στο θέμα αυτό, μέσα και από την αναφορά των μέτρων που έχουν εκδηλωθεί μέχρι σήμερα.

 

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

3. Η Αστυνομία σε μια δημοκρατική κοινωνία έχει, από τη φύση της αποστολής της, ένα δύσκολο και απαιτητικό ρόλο. Καθήκον των μελών της είναι να εξασφαλίζουν την ακώλυτη και ειρηνική άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζει στους πολίτες το Σύνταγμα, οι διεθνείς συμβάσεις και ο νόμος και η δράση τους να διέπεται από κοινωνική ευαισθησία και σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. Η αντίδραση στο έγκλημα πρέπει να είναι δραστική αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί σε μέτρα που υπονομεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

4. Από διεθνείς οργανισμούς διατυπώθηκαν, σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, ιδίως κατά το παρελθόν, αιτιάσεις για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών, ορισμένες από τις οποίες οδήγησαν και στην καταδίκη της Χώρας μας από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Οι διεθνείς προεκτάσεις και ο αντίκτυπος από την έγερση παρόμοιων ζητημάτων, καθώς και η ποικιλότροπη και επιτήδεια εκμετάλλευσή τους, επηρέασαν δυσμενώς την εικόνα του Σώματος και αποτέλεσαν τη βάση για τη δυσφήμιση της Χώρας μας στη διεθνή κοινή γνώμη.

5. Από την επανεξέταση των ως τότε πολιτικών διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα σ’ ότι αφορά την Ελληνική Αστυνομία:
-Το θέμα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική δράση, δεν αποτελεί απλά πρόβλημα νομικής κατοχύρωσής τους, αλλά κυρίως διασφάλισης της άσκησής τους στην πράξη, καθόσον συμπίπτει ο αστυνομικός, δηλαδή το κρατικό όργανο του οποίου την εξουσία περιορίζουν οι σχετικοί νόμοι, να είναι ταυτόχρονα και ο εγγυητής προστασίας του.
-Η αποτελεσματική προστασία επιτυγχάνεται αφενός μέσα από την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των αστυνομικών και αφετέρου μέσα από τη συνεχή και συστηματική επίβλεψη της δράσης τους.

6. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στη μεταβολή της μέχρι τότε πολιτικής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Η απόλυτη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάθε προσώπου στη Χώρα μας κατά την αστυνομική δράση άρχισε να μην θεωρείται ως δεδομένο, αλλά ν’ αποτελεί βασικό άξονα συγκεκριμένων στρατηγικών του. Στην κατεύθυνση αυτή άρχισε να εκδηλώνεται δέσμη μέτρων που αφορούν τόσο την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού, όσο και τη θέσπιση νέων πρακτικών κατά την εκτέλεση του αστυνομικού έργου.

7. Επισημαίνεται ο κεντρικός στρατηγικός στόχος της Ελληνικής Αστυνομίας για το έτος 2005 είναι ‘‘Σύγχρονη και αποτελεσματική Αστυνομία με κοινωνικές ευαισθησίες κοντά στον πολίτη’’. Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των ατόμων που κρατούνται από τις Αστυνομικές Αρχές και η συνεχής ενημέρωση, εποπτεία και ο έλεγχος του προσωπικού στην εφαρμογή της νομοθεσίας και των μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλισή τους, αποτελεί προτεραιότητα στις δράσεις της στρατηγικής δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ.

8. Νομοθετικά μέτρα.

α. Έκδοση του Ν. 3169/2003 ‘‘Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις’’.
Με το νόμο αυτό θεσπίστηκε ένα σύγχρονο, σαφές και λειτουργικό νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της χρήσης των όπλων από τους αστυνομικούς. Οι συντάκτες του νόμου, στην προσπάθειά τους να εναρμονίσουν το νομοθετικό πλαίσιο προς το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έλαβαν υπόψη τον Κώδικα του Ο.Η.Ε. για τη συμπεριφορά των στελεχών που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον επιβολής του νόμου (1979) και τις βασικές αρχές του Ο.Η.Ε. για τη χρήση βίας και όπλων από όργανα επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου (1990), καθώς και τις προτάσεις και τα σχόλια της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Βασικοί άξονες του νόμου είναι οι ακόλουθοι:
-Ο καθορισμός των περιπτώσεων χρήσης πυροβόλου όπλου και οι αρχές που τη διέπουν. Για κάθε περίπτωση χρήσης πυροβόλου όπλου εφαρμόζονται οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
-Ο έλεγχος της φυσικής και ψυχικής καταλληλότητας των αστυνομικών να οπλοφορούν.
-Η πρόβλεψη αυστηρής βασικής και συντηρητικής εκπαίδευσης στο χειρισμό και τη χρήση των όπλων.
-Η θέσπιση αυστηρών ποινικών κυρώσεων για την πλημμελή φύλαξη του όπλου, την παράνομη απειλή με πυροβόλο όπλο και την παράνομη οπλοχρησία.

β. Κώδικας Δεοντολογίας του Αστυνομικού (Π.Δ. 254/2004).
Εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα ‘‘Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού’’ στο οποίο περιλαμβάνονται κανόνες για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία των ευάλωτων προσώπων και κοινωνικών ομάδων. Για την κατάρτισή του ελήφθησαν υπόψη ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Αστυνομικής Δεοντολογίας, οι διεθνείς διακηρύξεις για τους κανόνες συμπεριφοράς των αστυνομικών, οι παρατηρήσεις και προτάσεις της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Συνηγόρου του Πολίτη, του Γραφείου της Υπάτης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα και των Ομοσπονδιών του αστυνομικού προσωπικού. Αποτελείται από επτά (7) άρθρα, με τα οποία καθορίζονται:
-Οι γενικές υποχρεώσεις του αστυνομικού (άρθρο 1).
- Η συμπεριφορά κατά την αστυνομική δράση γενικά (άρθρο 2).
- Η συμπεριφορά κατά τη σύλληψη και κράτηση των πολιτών (άρθρο 3).
- Η συμπεριφορά κατά την προανάκριση (άρθρο 4).
-Οι υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση των πολιτών (άρθρο 5).
- Οι κανόνες που διέπουν τον αστυνομικό ως δημόσιο λειτουργό (άρθρο 6).
-Η διαβεβαίωση του αστυνομικού προς τους πολίτες (άρθρο 7).

9. Εγκύκλιες διαταγές.

α. Πληροφοριακά δελτία για τα δικαιώματα των κρατουμένων στις Αστυνομικές Αρχές(4803/22/14α από 3-11-1995 διαταγή μας).
Με τη διαταγή αυτή καθιερώθηκε η επίδοση πληροφοριακών δελτίων με αποδεικτικό στους κρατούμενους από τις Αστυνομικές Αρχές. Ειδικότερα, επιδίδονται:
-Πληροφοριακό δελτίο για τα δικαιώματα των κρατουμένων (Υπόδειγμα Δ-33) σε κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνεται από τις Αστυνομικές Αρχές.
-Πληροφοριακό δελτίο (Υπόδειγμα ΚΑ-141) για τους υπό απέλαση κρατούμενους αλλοδαπούς.
Πληροφοριακά δελτία έχουν τυποποιηθεί στην ελληνική, γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, ισπανική, αραβική, τουρκική, αλβανική, ρωσική, βουλγαρική, ρουμανική, σερβική και πολωνική γλώσσα.

• Με την 4803/22/14λστ από 31-3-1997 διαταγή του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, καθιερώθηκε η ανάρτηση όλων των πληροφορικών δελτίων στα κρατητήρια των Υπηρεσιών Μεταγωγών.

• Με την 4803/22/14ρ από 24-10-2000 διαταγή καθιερώθηκε η ανάρτηση πληροφοριακών δελτίων σε ειδικές διαστάσεις στους χώρους κράτησης όλων των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας.
• Με την 4803/22/14ριε από 5-4-2002 διαταγή αναθεωρήθηκαν τα πληροφοριακά δελτία για τους υπό απέλαση κρατούμενους αλλοδαπούς και διατάχθηκε η αντικατάσταση τόσο των προς επίδοση όσο και των αναρτημένων δελτίων με τα νέα αναθεωρημένα δελτία.

β. Μεταχείριση και δικαιώματα των κρατουμένων από τις αστυνομικές αρχές (4803/22/44 από 4-7-2003 διαταγή μας).
Με την ανωτέρω διαταγή επιλύονται προβλήματα που αφορούν στην πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων των κρατουμένων, όπως:
-Η προφορική και έγγραφη ενημέρωση για το λόγο και τον τόπο κράτησης και για τα δικαιώματά τους, (ανάρτηση πληροφοριακών πινακίδων στους χώρους κράτησης και επίδοση πληροφοριακών δελτίων στη γλώσσα που γνωρίζουν, παράσταση διερμηνέα κ.λ.π.).
-Η απρόσκοπτη επικοινωνία με δικηγόρο (προσωπική και τηλεφωνική).
-Η προσωπική και τηλεφωνική επικοινωνία με τους οικείους όλων των κρατουμένων και επιπλέον και με τους διπλωματικούς εκπροσώπους της χώρας τους προκειμένου για αλλοδαπούς.
-Η επικοινωνία των κρατουμένων και ιδίως των αλλοδαπών με επίσημους κρατικούς και διεθνείς φορείς και με μη κυβερνητικές οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
-Η ιατρική φροντίδα, η οποία περιλαμβάνει την εξέταση και από γιατρό της επιλογής τους ή την εισαγωγή τους σε θεραπευτικό ίδρυμα.
-Ο σεβασμός της προσωπικότητας κατά τη διάρκεια της κράτησης.

γ. Οι προσαγωγές ατόμων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας (7100/22/4α από 17-6-2005 διαταγή μας).
Με τη διαταγή αυτή παρέχονται ερμηνευτικές διευκρινίσεις με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς, προς τις αστυνομικές Υπηρεσίες και το προσωπικό τους, προκειμένου οι έλεγχοι και οι προσαγωγές πολιτών στα αστυνομικά καταστήματα για εξακριβώσεις να γίνονται μόνον όταν είναι αναγκαίες σύμφωνα με το νόμο και με απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων των προσαγόμενων πολιτών.

δ. Δημοσιοποίηση στοιχείων ταυτότητας συλληφθέντων προσώπων (9001/5/24-γ΄ από 23-4-2003 διαταγή μας).
Με τη διαταγή αυτή ρυθμίστηκε το θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και γενικότερα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των συλληφθέντων από τις Αστυνομικές Αρχές με την απαγόρευση της δημοσιοποίησης στοιχείων της ταυτότητάς τους.
Επίσης, με την 9001/22/44ι΄ από 1-10-2003 σηματική διαταγή δόθηκε εντολή να μη δημοσιοποιούνται στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε ταυτοποίηση συλληφθέντος, καθώς και στοιχεία που αφορούν κοινωνική ομάδα, φυλετική καταγωγή, εθνοτική προέλευση ή υπηκοότητα συλληφθέντος, προς αποφυγή δημιουργίας ρατσιστικών προκαταλήψεων.

ε. Μη χρήση απαξιωτικών όρων για των προσδιορισμό των μελών της ομάδας των Ρομά (7100/26/5ε από 4-8-2004 διαταγή).
Με αυτή τη σηματική διαταγή ορίζεται ότι στην αλληλογραφία, γραπτές ανακοινώσεις και προφορικές δηλώσεις Υπηρεσιών και προσωπικού δεν θα χρησιμοποιούνται απαξιωτικοί όροι (π.χ. αθίγγανος)και να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά οι όροι Ρομ ή ο ελληνικός όρος τσιγγάνος.

ΜΕΤΡΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ

10. Για την ευαισθητοποίηση και τον έλεγχο του προσωπικού εκδηλώθηκαν τα ακόλουθα μέτρα.

α. Διανομή Εγχειριδίου του Ο.Η.Ε. για την Αστυνομία.
Με την 7100/29/2ε από 4-4-2004 διαταγή διανεμήθηκε σε όλο το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας το εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με τίτλο ‘‘Διεθνείς Κανόνες Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την Επιβολή του Νόμου – Εγχειρίδιο για την Αστυνομία’’ (International Human Rights Standards for Law Enforcement: A Pocket Book on Human Rights for the Police) (Ιούνιος 2004), που μεταφράσθηκε από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στο εγχειρίδιο, παρατίθενται το σύνολο των κυριοτέρων κανόνων και αρχών για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την επιβολή του νόμου από την αστυνομία.

β. Κοινοποίηση Ευρωπαϊκού Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας.
Με την 7100/20/2α από 8-6-2004 διαταγή απεστάλη σε όλες τις Υπηρεσίες μας και κοινοποιήθηκε στο προσωπικό ειδικό φυλλάδιο με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας (Σύσταση 10/2001 Επιτροπής Υπουργών Συμβουλίου της Ευρώπης), στον οποίο περιλαμβάνονται κατευθυντήριες γραμμές για τις αρχές που πρέπει να διέπουν μια σύγχρονη δημοκρατική αστυνομική δύναμη, τη μεταχείριση των πολιτών κατά την αστυνομική δράση, την αντιμετώπιση του ρατσισμού και την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

γ. Κοινοποίηση εκθέσεων και συστάσεων γενικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις αστυνομικές Υπηρεσίες.

• Κοινοποίηση της 3ης Έκθεσης της ECRI για την κατάσταση στην Ελλάδα, με σκοπό την προσαρμογή των δράσεων των Αστυνομικών Υπηρεσιών σε θέματα ρατσισμού και προστασίας των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων.

• Κοινοποίηση της υπ’ αριθ. 8 Σύστασης της ECRI, με θέμα ‘‘Αντιμετωπίζουμε το ρατσισμό ενώ μαχόμεθα κατά της τρομοκρατίας’’, με στόχο τη μελέτη και εναρμόνιση των δράσεων σε θέματα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.

• Κοινοποίηση της υπ’ αριθμ. 9 Σύστασης της ECRI με θέμα ‘‘Καταπολεμώντας τον αντισημιτισμό’’ για τον ίδιο σκοπό.

δ. Εγχειρίδιο ‘‘Προσαγωγές, μεταχείριση και δικαιώματα κρατουμένων από τις Αστυνομικές Αρχές’’.
Με την 7100/1/3 από 22-6-2005 διαταγή μας απεστάλη σε όλες τις Υπηρεσίες εγχειρίδιο στο οποίο περιλαμβάνονται οι εγκύκλιες διαταγές του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών κατά την αστυνομική δράση και ειδικότερα εγκύκλιες διαταγές για τους ελέγχους και τις προσαγωγές πολιτών, τη μεταχείριση και τα δικαιώματα των κρατουμένων από τις αστυνομικές αρχές και την προστασία των προσωπικών δεδομένων των συλληφθέντων από τη δημοσιότητα.

ε. Καθιέρωση εορτασμού της ημέρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Καθιερώθηκε, με την 7100/1/1 από 1-12-2003 απόφασή μας, η 10η Δεκεμβρίου, επέτειος της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως ημέρα πραγματοποίησης εκδηλώσεων, κάθε έτος, για την ευαισθητοποίηση του αστυνομικού προσωπικού σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό διοργανώνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις με ομιλίες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα σε όλες τις Αστυνομικές Σχολές. Σε αυτές καλούνται εκπρόσωποι του Γραφείου του Ο.Η.Ε. στην Ελλάδα, της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Συνηγόρου του Πολίτη.
στ. Έκδοση διαταγής για τη συμπεριφορά των αστυνομικών.
Εκδόθηκε η 6004/4/21 από 19-6-2002 διαταγή μας για τη συμπεριφορά του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας προς τους πολίτες.

ζ. Πειθαρχική διερεύνηση καταγγελιών κατά αστυνομικών για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

• Ανάθεση της διερεύνησης υποθέσεων βασανισμού πολιτών από αστυνομικούς στις Υπηρεσίες Εσωτερικών Υποθέσεων (Ν. 2713/1999).

• Τροποποίηση των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού (Π.Δ. 22/1996), με τις διατάξεις του Π.Δ. 3/2004, προκειμένου οι διοικητικές εξετάσεις για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επισύρουν απόταξη να διατάσσονται από Υπηρεσία ανώτερη της Αστυνομικής Διεύθυνσης που ανήκει ο καταγγελλόμενος αστυνομικός και να διενεργούνται από αξιωματικό άλλης Αστυνομικής Διεύθυνσης Νομού.

η. Κοινοποίηση απόφασης Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με την 7100/14/2β από 6-7-2005 διαταγή του Αρχηγείου ΕΛ.ΑΣ., απεστάλη σ’ όλες τις Υπηρεσίες και κοινοποιήθηκε στους αστυνομικούς για ευαισθητοποίηση στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η από 20-12-2004 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. (Υπόθεση ΜΑΚΑΡΑΤΖΗ κατά Ελλάδας) με την οποία καταδικάστηκε η Χώρα μας για παραβίαση του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εγγυάται την προστασία του δικαιώματος στη ζωή. Η παραβίαση έλαβε χώρα κατά την αστυνομική δράση (χρήση όπλων σε αστυνομική καταδίωξη).

θ. Εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση της ενδο-οικογενειακής βίας.
Εκδόθηκε και με την 7102/7/1γ από 11-4-2005 διαταγή απεστάλη σε όλες τις Υπηρεσίες και κοινοποιήθηκε στους αστυνομικούς, εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση της ενδο-οικογενειακής βίας, με στόχο αφενός μεν την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των γυναικών και των παιδιών, μέσα στην οικογένεια, αφετέρου δε την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των αστυνομικών, καθώς και τον συστηματικότερο και πληρέστερο χειρισμό των υποθέσεων, μέσω της παροχής οδηγιών προς το προσωπικό των Αστυνομικών Υπηρεσιών.

ι. Εγχειρίδιο ‘‘Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (trafficking) και αρωγή στα θύματα’’.
Εκδόθηκε η 3007/38/90κδ από 26-11-2003 διαταγή για την ευαισθητοποίηση και την ένταση της δράσης των Αστυνομικών Υπηρεσιών στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων, με βάση το Ν. 3064/2002 και το Π.Δ. 233/2003. Με τη διαταγή αυτή καθιερώθηκε ειδικό ενημερωτικό δελτίο με χρήσιμες πληροφορίες για τα θύματα του trafficking. Επίσης, με την 3007/38/90μδ από 19-12-2003 διαταγή τυποποιήθηκαν τα ειδικά ενημερωτικά δελτία σε 14 γλώσσες.

ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

11. Συνεργασία με το Συνήγορο του Πολίτη.
Το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας σε συνεργασία με το Συνήγορο του Πολίτη, διοργάνωσε ειδικό σεμινάριο για την ευαισθητοποίηση των αστυνομικών σε θέματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συμπεριφοράς προς τους πολίτες, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, με διαλέκτες το Συνήγορο του Πολίτη και τους βοηθούς του. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής εκδόθηκε ειδικό εγχειρίδιο με πρακτικές συμβουλές προς τους αστυνομικούς σ’ ότι αφορά τη μεταχείριση των πολιτών και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Στόχο μας αποτελεί η συνέχιση της συνεργασίας αυτής.

12. Αντιμετώπιση αιτιάσεων για ατιμωρησία των αστυνομικών.
Συγκροτήθηκε επιτροπή αναθεώρησης του πειθαρχικού δικαίου, με σκοπό τη θεσμοθέτηση, μεταξύ των άλλων, μέτρων για την αντιμετώπιση των αιτιάσεων για συγκάλυψη και ατιμωρησία των καταγγελλόμενων αστυνομικών, ύστερα και από την ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (Ιούλιος 2004) με θέμα ‘‘Πειθαρχική-διοικητική διερεύνηση καταγγελιών σε βάρος αστυνομικών υπαλλήλων’’.

13. Συνεργασία με Αρχές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Προωθείται η συνεργασία της Ελληνικής Αστυνομίας με αρχές, όπως η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του Ο.Η.Ε. και με Μ.Κ.Ο., κυρίως για την ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των αστυνομικών σε θέματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και για την παροχή υποστήριξης σε πρόσφυγες, μετανάστες, μέλη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως οι Ρομά και κρατούμενους και το σεβασμό των δικαιωμάτων τους κατά την αστυνομική δράση.

14. Συμμετοχή της Ελληνικής Αστυνομίας σε συνέδρια και ημερίδες.
Η Ελληνική Αστυνομία συμμετέχει σε συναντήσεις διεθνών οργανισμών (Συμβουλίου της Ευρώπης, Ο.Α.Σ.Ε., Ε.Ε.) όσο και σε συνέδρια και ημερίδες στη Χώρα μας που διοργανώνονται από άλλους φορείς (για θέματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταπολέμησης του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των διακρίσεων, καθώς και για θέματα αστυνομικής δεοντολογίας.

15. Προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης.
Η Ελληνική Αστυνομία εφαρμόζει νέα προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης στη νέα στρατηγική προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλες τις Αστυνομικές Σχολές. Προς τούτο αξιοποιούνται ειδικοί διαλέκτες από τις αρμόδιες αρχές, φορείς και την επιστημονική κοινότητα, όσο και υπηρεσιακοί παράγοντες από τις καθ’ ύλη αρμόδιες Υπηρεσίες του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, για την ανάλυση των εξειδικευμένων θεμάτων που αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική δράση.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΦΟΡΕΩΝ, ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΑΙ Μ.Μ.Ε.

16. Η νέα στρατηγική της Ελληνικής Αστυνομίας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο βαθμό που προωθείται και εδραιώνεται, τυγχάνει της ευμενούς ανταπόκρισης τόσο των φορέων και των πολιτών, όσο και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει τόσο από τα δημοσιεύματα με τα οποία υποδέχεται ο γραπτός και ηλεκτρονικός τύπος τα νέα μέτρα που εκδηλώνονται από την Ελληνική Αστυνομία, όσο και από τα ευμενή σχόλια και τις επιστολές Αρχών, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.

17. Αυτό το θετικό κλίμα για τις σχέσεις Αστυνομίας και πολιτών θα εξακολουθεί να υπάρχει και να αναπτύσσεται περαιτέρω, εφόσον οι αστυνομικοί ενστερνίζονται την ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική δράση, στον απόλυτο βαθμό και εργάζονται για την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών και την καταπολέμηση κάθε μορφής ρατσισμού και μισαλλοδοξίας στην κοινωνία μας.

18. Η παρούσα να κοινοποιηθεί σε όλο το προσωπικό του Σώματος. Οι διευθυντές, διοικητές και προϊστάμενοι των Υπηρεσιών να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, προκειμένου οι υφιστάμενοί τους ενστερνιστούν τη νέα στρατηγική του Σώματος για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική δράση. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται από τις Υπηρεσίες τους, πρέπει να εγγυώνται το σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και να διέπονται από κοινωνική ευαισθησία. Στόχος μας είναι μια Ελληνική Αστυνομία σύγχρονη, αποτελεσματική, με ανθρωπιά, κοντά στον πολίτη, που θα εξασφαλίζει ‘‘το δικαίωμα στην ασφάλεια των πολιτών’’ και θα αποτελεί θεματοφύλακα μιας κοινωνίας συνοχής, αλληλεγγύης, συμμετοχής και δικαιοσύνης.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ
ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ


Για την αντιγραφή
Αθήνα, αυθημερόν
Το 2ο Τμήμα Επιτελικού Σχεδιασμού
Διεύθυνσης Οργάνωσης-Νομοθεσίας /Α.Ε.Α.

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ
ΑΣΤΥΝ. ΥΠΟΔ/ΝΤΗΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΕΩΝ ΠΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
• Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.).
• Συνήγορος του Πολίτη.
• Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
• Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ (Μ.Κ.Ο.)
• Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ι.Μ.Δ.Ε.).
• Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
• Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων.
• Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες.
• Διεθνής Αμνηστία (Ελληνικό Τμήμα).
• Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι (Ε.Π.Σ.Ε.).
• Συντονιστικό Οργανώσεων και Κοινοτήτων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Ρομά στην Ελλάδα (ΣΟΚΑΔΡΕ).
• Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων Ελλήνων Ρομ.
• Ομοφυλοφιλική Λεσβιακή Κοινότητα Ελλάδας (Ο.Λ.Κ.Ε.).
• ‘‘Αντιγόνη’’ Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία-Μ.Κ.Ο.

ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΑ, ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ & ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
• Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ο.Η.Ε. (UNCHR).
• Ύπατη Αρμοστεία Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
• Επιτροπή Εξέτασης Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων Ο.Η.Ε.
• Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων Ο.Η.Ε. (C.A.T.).
• Επιτροπή Εξάλειψης Διακρίσεων κατά Γυναικών Ο.Η.Ε. (CEDAW).
• Επιτροπή Εξάλειψης Φυλετικών Διακρίσεων Ο.Η.Ε. (CERD).
• Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών & Πολιτιστικών Δικαιωμάτων.
• Επιτροπή Σύμβασης Ο.Η.Ε. για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC).
• Ύπατη Αρμοστεία Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες (UNHCR).
• Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α).
• Επίτροπος Συμβουλίου Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
• Ευρωπαϊκή Επιτροπή Πρόληψης Βασανιστηρίων (C.P.T.).
• Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ρατσισμού και Μισαλλοδοξίας (ECRI).
• Επιτροπή Εξέτασης και Εφαρμογής Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
• Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ο.Α.Σ.Ε.
• Ύπατος Αρμοστής Ο.Α.Σ.Ε. για τις εθνικές μειονότητες.
• Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για Ρατσισμό και Ξενοφοβία (EUMC).
• Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch)
• Διεθνής Ομοσπονδία ‘‘Ελσίνκι’’ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (IHF).
• Διεθνής Αμνηστία (Amnesty International).
• Παγκόσμιος Οργανισμός κατά των Βασανιστηρίων (OMCT).
• Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Δικαιώματα των Ρομά (ERRC).

 

 

Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 120/2008

ΦΕΚ: Α 182/02-9-2008

Τέθηκε σε ισχύ: 02.12.2008

Ημ.Υπογραφής: 01.09.2008

 

Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού

 

Προοίμιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

  1. Τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 του ν.2334/1995 «Υπηρεσία Εναέριων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α'-184).
  2. Τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περίπτωση θ' του ν.1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α'-152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1590/1986 (Α'-49).
  3. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α'-98).
  4. Τις διατάξεις του π.δ. 205/2007 «Συγχώνευση Υπουργείων» (Α'-231).
  5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
  6. Την υπ' αριθμ. 219/2008 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής Άμυνας, αποφασίζουμε :

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Άρθρο: 1

Έκταση εφαρμογής

 

Έννοια των όρων

Στις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος υπόκειται το Αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας.


Άρθρο: 2

Γενικά περί πειθαρχίας

  1. Με τον όρο πειθαρχία νοείται :

α) Η πιστή συμμόρφωση των αστυνομικών προς το Σύνταγμα και τους νόμους.

 

β) Η πρόθυμη και χωρίς αντιρρήσεις υπακοή των κατωτέρων προς τους ανωτέρους ως και η άμεση εκτέλεση των διαταγών τους, οι οποίες αφορούν στην εφαρμογή των νόμων και των κανονισμών ως και των διαταγών της Υπηρεσίας.

 

γ) Ο σεβασμός των κατά βαθμό κατωτέρων προς τους ανωτέρους εντός και εκτός Υπηρεσίας.

 

δ) Η αξιοπρεπής και κόσμια συμπεριφορά των κατά βαθμό ανωτέρων προς τους κατωτέρους .

 

ε) Η ευγενής συμπεριφορά των αστυνομικών προς τους πολίτες, καθώς και ο σεβασμός και η προστασία των δικαιωμάτων αυτών, που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τους νόμους.

  1. Η πειθαρχία, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της συνοχής και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και της αρμονικής συνεργασίας του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, αποτελεί καθήκον του προσωπικού της.

 

  1. Οι διαταγές πρέπει να είναι νόμιμες, σαφείς και να διατυπώνονται με ευπρέπεια. Οι αναφορές πρέπει να είναι σύντομες, σαφείς και να διατυπώνονται με σεβασμό.

 

  1. Ο ανώτερος είναι υπεύθυνος για τις συνέπειες της διαταγής του ο δε κατώτερος υποχρεούται να εκτελεί με ακρίβεια τη διαταγή που έλαβε και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της και για τις συνέπειες της μη εκτέλεσής της. Ο κατώτερος δικαιούται να τύχει ακρόασης και να υποβάλει τα παράπονά του, αφού εκτελέσει τη διαταγή. Ο κατώτερος αν λάβει διαταγή την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει πριν την εκτελέσει ν' αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να την εκτελέσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η εκτέλεσή της όμως δεν καθιστά νόμιμη τη διαταγή αυτή. Σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης η αναφορά υποβάλλεται αμέσως προφορικά και στη συνέχεια εγγράφως.
  2. Η μεταξύ ομοιοβάθμων αρχαιότητα στις υπηρεσιακές σχέσεις, εξομοιούται με διαφορά βαθμού.
  3. Ο αστυνομικός είναι προσωπικά υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του.


Άρθρο: 3

Γενικές Αρχές

 

 

  1. Ο αστυνομικός δεν διώκεται δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη.
  2. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή.
  3. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο διατάξεις.
  4. Η προαγωγή του αστυνομικού δεν αίρει την πειθαρχική ευθύνη αυτού για παράπτωμα προγενέστερο της προαγωγής του. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται ως προς το διαδικαστικό μέρος οι διατάξεις που ισχύουν για το βαθμό που φέρει.
  5. Η χάρη, η αποκατάσταση ή η με οποιονδήποτε άλλον τρόπο άρση του ποινικώς κολασίμου της πράξης ή η άρση εν όλω ή εν μέρει των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.
  6. Για συρρέοντα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν από τον αστυνομικό στον ίδιο τόπο και χρόνο επιβάλλεται μία ποινή. Κατά την επιμέτρηση της ποινής αυτής λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Αν ένα ή περισσότερα από τα συρρέοντα παραπτώματα περιέλθει σε γνώση της Υπηρεσίας μετά την επιβολή ποινής για μερικά απ' αυτά, αίρεται η ποινή αυτή και επιβάλλεται νέα ποινή για όλα τα παραπτώματα. Στην περίπτωση που τα παραπτώματα αυτά είναι, κατά την κρίση του ασκούντος την πειθαρχική δίωξη, μικρής σημασίας σε σχέση με το παράπτωμα ή τα παραπτώματα για τα οποία έχει επιβληθεί ποινή, δεν αίρεται αυτή ούτε επιβάλλεται άλλη ποινή και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του εδαφ. α' της παρ. 1 και του εδαφ. α' της παρ. 2 του άρθρου.


Άρθρο: 4

Έννοια πειθαρχικού παραπτώματος

 

 

  1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος με πράξη (ενέργεια ή παράλειψη).
  2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της Υπηρεσίας καθώς και από τη συμπεριφορά, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας λόγω της ιδιότητάς του.
  3. Τα πειθαρχικά παραπτώματα τιμωρούνται ακόμη και αν τελέσθηκαν εκτός του εδάφους της επικράτειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ - ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

 

Άρθρο: 5

Πειθαρχικές ποινές

 

  1. Οι πειθαρχικές ποινές, που επιβάλλονται στους Αστυνομικούς και καταχωρίζονται στα ατομικά τους έγγραφα, είναι:

 

α) Απόταξη.

 

β) Αργία με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μήνες

 

γ) Αργία με πρόσκαιρη παύση διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών έως τεσσάρων (4) μηνών.

 

δ) Πρόστιμο μέχρι τρεις μηνιαίους βασικούς μηνιαίους μισθούς του τιμωρουμένου.

 

ε) Επίπληξη.

 

  1. Η απόταξη και οι αργίες είναι ανώτερες το δε πρόστιμο και η επίπληξη κατώτερες πειθαρχικές ποινές.

 

  1. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται ανεξάρτητα από την υπηρεσιακή κατάσταση στην οποία τελεί ο υπαίτιος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου.

 

  1. Οι ανώτερες πειθαρχικές ποινές δεν επιβάλλονται στον ιερέα του Σώματος και στους εφέδρους που ανακαλούνται στην ενέργεια. Σε περίπτωση διάπραξης απ' αυτούς πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει τις προαναφερόμενες ποινές, αυτοί απολύονται του Σώματος οι δε έφεδροι διαγράφονται από τα στελέχη της εφεδρείας με απόφαση του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο παραπέμπονται με το ερώτημα της παραμονής ή της απόλυσής τους. Αν το συμβούλιο αποφανθεί υπέρ της παραμονής τους, μπορεί να επιβάλλει σ' αυτούς κατώτερη πειθαρχική ποινή.


Άρθρο: 6

Διάρκεια πειθαρχικής ευθύνης

 

 

 

  1. Η πειθαρχική ευθύνη αρχίζει με την κατάταξη του αστυνομικού και λήγει με την καθ' οιονδήποτε τρόπο έξοδό του από το Σώμα, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων.

 

  1. Πράξεις που τελέσθηκαν από αστυνομικό πριν από την κατάταξή του και αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα με την έννοια των διατάξεων του παρόντος διώκονται πειθαρχικά, εφόσον διαπράχθηκαν:

 

 

α) Κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του στο δημόσιο και δεν εκδικάσθηκαν.

 

 

β) Πριν αποκτήσει την ιδιότητα του αστυνομικού και προβλέπονται από τις διατάξεις των εδαφ. α', β', γ', η' και ια' της παρ. 1 του άρθρου 10 και

 

γ) Κατά τη διάρκεια της επιλογής ή του διαγωνισμού μέχρι την κατάταξή του και σχετίζονται με τη συμμετοχή στο διαγωνισμό και τις προϋποθέσεις της κατάταξής του.

 

 

  1. Η πειθαρχική διαδικασία που έχει αρχίσει για πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ανώτερη πειθαρχική ποινή, συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού από το Σώμα, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Στις περιπτώσεις αυτές το πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, μόνο τις ανώτερες πειθαρχικές ποινές και η μεν ποινή της απόταξης εκτελείται και συνεπάγεται τη διαγραφή του τιμωρηθέντος από τα στελέχη της εφεδρείας οι δε αργίες δεν εκτελούνται και η σχετική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου καταχωρείται στα ατομικά έγγραφα του τιμωρηθέντος. Αν όμως ο τιμωρηθείς επανέλθει στην ενέργεια, οι ποινές των αργιών εκτελούνται.
  2. Στην έννοια της πειθαρχικής διαδικασίας για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνεται και η προκαταρκτική διοικητική εξέταση (Π.Δ.Ε.).

 

 

 

 

 

Άρθρο: 7

Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων

 

 

 

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που τιμωρούνται με ανώτερες πειθαρχικές ποινές παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη τα δε άλλα μετά δύο (2) έτη από την τέλεσή τους.

 

 

 

  1. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παρέλθει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του τελευταίου, αν αυτός είναι μεγαλύτερος, άλλως ισχύει ο μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής που προβλέπεται για το πειθαρχικό παράπτωμα.

 

  1. Την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλουν:

α) Επί πειθαρχικών παραπτωμάτων, των οποίων η πραγματική βάση αποτελεί ταυτόχρονα την αντικειμενική υπόσταση ποινικού αδικήματος, η ποινική διαδικασία με τους ιδίους όρους και προϋποθέσεις που αναστέλλει και την παραγραφή του ποινικού αδικήματος.

β) Η πειθαρχική δίωξη μέχρι να εκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό ο δε χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη και

γ) Η έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό που επιβάλλει πειθαρχική ποινή.

 

  1. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, που αποσκοπεί στη συγκάλυψη του πρώτου ή στην παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης γι' αυτό.

 

  1. Η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων, που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 6, αρχίζει από την κατάταξη του αστυνομικού.


Άρθρο: 8

Εφαρμογές Κανόνων και Αρχών του Ποινικού Δικαίου

 

 

  1. Κανόνες και αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται ανάλογα και στο πειθαρχικό δίκαιο, αν συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας και δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.
  2. Εφαρμόζονται οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν ιδίως:

α) Τους λόγους που αποκλείουν το άδικο της πράξης και την ικανότητα προς καταλογισμό.

β) Το δικαίωμα σιγής του εγκαλουμένου.

γ) Το τεκμήριο αθωότητας του εγκαλουμένου και τη λειτουργία των αμφιβολιών υπέρ αυτού.

δ) Το δικαίωμα παράστασης του εγκαλουμένου με συνήγορο σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας.

Άρθρο: 9

Επιμέτρηση της ποινής

 

 

 

Κατά την επιμέτρηση του ύψους των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη:

 

  1. Η βαρύτητα του παραπτώματος, για την οποία συνεκτιμώνται ιδίως η φύση, το είδος και το αντικείμενο του παραπτώματος, η βλάβη που προξένησε ή ο κίνδυνος που προκάλεσε, η επίδραση που είχε στην εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και στο κύρος του Σώματος καθώς και ο βαθμός του δόλου ή της αμέλειας του υπαιτίου.

 

  1. Η προσωπικότητα του υπαιτίου, για την οποία συνεκτιμώνται ιδίως ο βαθμός, η πείρα, ο χρόνος υπηρεσίας, ο χαρακτήρας, η προηγούμενη διαγωγή, η τυχόν διάπραξη του αυτού ή άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, η ψυχική του κατάσταση, τα αίτια που οδήγησαν στην τέλεση του παραπτώματος, η αφορμή που του δόθηκε, ο σκοπός που επεδίωκε, η έμπρακτη μετάνοια που επέδειξε και η προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του και.

 

  1. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το παράπτωμα και ιδίως ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, ο τρόπος διάπραξής του και γενικά οι συνθήκες τέλεσής του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ

 

Άρθρο: 10

Παραπτώματα που επισύρουν ποινή Απόταξης

 

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την ποινή απόταξης, είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα:

α) Πράξεις που υποδηλώνουν έλλειψη πίστης, σεβασμού και αφοσίωσης στο Σύνταγμα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα της Χώρας.

β) Πράξεις που υπονομεύουν άμεσα ή έμμεσα την έννομη τάξη.

γ) Πράξεις που συνιστούν βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137 Α του Π.Κ.

δ) Η συμμετοχή σε κάθε μορφής απεργία.

ε) Η απείθεια ή η άρνηση εκτέλεσης διαταγής ανωτέρου, που αναφέρεται σε υπηρεσιακό καθήκον.

στ) Παραβίαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, που σχετίζεται με εθνικά θέματα ή τη διαρροή απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων της Υπηρεσίας.

ζ) Η κατά τρόπον αναξιοπρεπή χρησιμοποίηση της αστυνομικής ιδιότητας για την προς όφελος του ιδίου ή τρίτων σύναψη χρεών, τα οποία δεν εξοφλήθηκαν εγκαίρως.

 

 

η) Η τέλεση ή η απόπειρα τέλεσης εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος και η τέλεση ή απόπειρα τέλεσης των εγκλημάτων,

Αντίστασης ('Άρθρο 167 Π.Κ.),

ελευθέρωσης φυλακισμένου από πρόθεση ('Άρθρο 172 παρ.1 Π.Κ.),

εγκληματικής οργάνωσης ('Άρθρο 187 Π.Κ.),

παραχάραξης ('Άρθρο 207 Π.Κ.),

πλαστογραφίας ('Άρθρο 216 Π.Κ.),

πλαστογραφίας πιστοποιητικών ('Άρθρο 217 Π.Κ.),

πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων ('Άρθρο 218 Π.Κ.),

υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης ('Άρθρο 220 Π.Κ.),

υπεξαγωγής εγγράφου ('Άρθρο 222 Π.Κ.),

ψευδορκίας ('Άρθρο 224 Π.Κ.),

ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ('Άρθρο 225 Π.Κ.),

ψευδούς καταμήνυσης ('Άρθρο 229 Π.Κ.),

υπόθαλψης εγκληματία (Άρθρο 231 Π.Κ.),

παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας ('Αρθρα 235-236 Π.Κ.),

κατάχρησης εξουσίας ('Άρθρο 239 Π.Κ.),

ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης ('Άρθρο 242 Π.Κ.),

καταπίεσης ('Άρθρο 244 Π.Κ.),

απιστίας περί την υπηρεσία ('Άρθρο 256 Π. Κ),

εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ.),

παράβασης καθήκοντος ('Άρθρο 259 Π.Κ.),

παρότρυνσης υφισταμένων και ανοχής ('Άρθρο 261 Π.Κ.),

εμπρησμού από πρόθεση ('Άρθρο 264 Π.Κ.),

έκθεσης ('Άρθρο 306 Π.Κ.),

παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής ('Άρθρο 307 Π.Κ.),

εμπορίας δούλων ('Άρθρο 323 Π.Κ.),

εμπορίας ανθρώπων ('Άρθρο 323 Α' Π.Κ.),

παράνομης κατακράτησης ('Άρθρο 325 Π.Κ.),

κατακράτησης παρά το Σύνταγμα ('Άρθρο 326 Π.Κ.),

παράνομης βίας ('Άρθρο 330 Π. Κ.),

εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ('Αρθρα 336 έως 353 Π.Κ.),

συκοφαντικής δυσφήμησης (Άρθρο 363 Π.Κ.),

παραβίασης απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (Άρθρο 370 Α' Π.Κ.),

κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.),

υπεξαίρεσης κοινής και στην υπηρεσία (άρθρα 375, 258 Π.Κ.),

εκβίασης (Άρθρο 385 Π. Κ.),

απάτης ('Άρθρο 386 Π.Κ.),

απάτης σχετικής με τις ασφάλειες (Άρθρο 388 Π.Κ.),

αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (Άρθρο 394 Π. Κ),

τοκογλυφίας ('Άρθρο 404 Π. Κ),

παραβάσεις της νομοθεσίας περί ζωοκλοπής, ναρκωτικών, αλλοδαπών, αρχαιοτήτων και λαθρεμπορίας, ως και παραβάσεις της νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών εφόσον οι τελευταίες τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους.

 

 

θ) Η από πρόθεση τέλεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατ' ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας.

ι) Η αυθαίρετη απουσία επί πέντε (5) συνεχείς ημέρες ή δέκα (10) ημέρες συνολικά σ' ένα έτος.

ια) Η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών. ιβ) Η χαρακτηριστικά αναξιοπρεπής ή ανάξια για αστυνομικό συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας ή συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα. ιγ) Η βαρειά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος από πρόθεση,

ιδ) Η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις και

ιε) Η παροχή υπηρεσιών, συλλογής πληροφοριών για λογαριασμό τρίτων, φρούρησης ή φύλαξης ή προστασίας προσώπων ή πραγμάτων, καθώς και η καθ' οιονδήποτε τρόπο απασχόλησή του στα καταστήματα του άρθρου 1 του Π.Δ.180/1979 (Φ.Ε.Κ.46 τ. Α').

  1. Η ποινή της απόταξης επιβάλλεται και στην περίπτωση διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ποινή αργίας με απόλυση, εφ' όσον κατά την τελευταία πενταετία ο υπαίτιος έχει τελεσίδικα τιμωρηθεί είτε με την ποινή αυτή είτε με δύο (2) ποινές αργίας με πρόσκαιρη παύση.

 

  1. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα της τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης των εγκλημάτων αντίστασης (Άρθρο 167 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), ψευδορκίας (Άρθρο 224 Π.Κ.), ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.), ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.), εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ. ), παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 Π.Κ.), παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.), κατακράτησης παρά το Σύνταγμα (Άρθρο 326 Π.Κ.), παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), και συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.), που προβλέπονται από το εδάφ. η' της παρ. 1, το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος, την προσωπικότητα του υπαιτίου και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκαν, μπορεί να επιβάλλει αντί της ποινής της απόταξης ποινή αργίας με απόλυση.

 


Άρθρο: 11

Παραπτώματα που επισύρουν ποινή αργίας με απόλυση

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που επισύρουν την ποινή αργίας με απόλυση, είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα:

 

α) Η παραβίαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, που μπορεί να επιφέρει βλάβη της Υπηρεσίας ή τρίτων ή να δυσχεράνει το έργο αυτής.

β) Οι οποιασδήποτε μορφής δημόσιες εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων ή πολιτικών προσώπων.

 

γ) Η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της Ιεραρχίας με τη χρήση ψευδών ή αβασίμων επιχειρημάτων.

δ) Η μέθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας.

 

ε) Η συμμετοχή σε παράνομα παίγνια, που διενεργούνται ιδίως σε δημόσια κέντρα ή άλλους δημόσιους χώρους και η παραμονή σ' αυτούς τους χώρους όταν διενεργούνται παράνομα παίγνια, χωρίς να ενεργεί για την εφαρμογή του νόμου κατά των παραβατών.

 

στ) Η από βαρειά αμέλεια ελευθέρωση φυλακισμένου.

 

ζ) Η από πρόθεση τέλεση ή απόπειρα τέλεσης πλημμελήματος, κατά του οποίου απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφόσον η πράξη αυτή δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου.

 

η) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων από μία (1) έως τέσσερις (4) συνεχείς ημέρες ή μέχρι εννέα (9) συνολικά ημέρες σε ένα έτος.

 

θ) Η από βαρειά αμέλεια απώλεια οπλισμού και άλλων δημοσίων ειδών ή εγγράφων.

 

ι) Κάθε πράξη που αντιβαίνει στο υπηρεσιακό καθήκον ή συνιστά σοβαρή παραμέληση αυτού ή ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αστυνομικού διαγωγή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

 

ια) Η βάναυση συμπεριφορά προς ομοιόβαθμους, υφισταμένους ή πολίτες, εφόσον δεν εμπίπτει στην περίπτωση γ' της παρ. 1 του άρθρου 10.

 

ιβ) Η από πρόθεση μη έγκαιρη διεκπεραίωση υπηρεσιακών εγγράφων, εφόσον οδήγησε στην πρόκληση σοβαρής υπηρεσιακής ανωμαλίας ή στην παραγραφή ποινικών αδικημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων.

ιγ) Η παρότρυνση σε απείθεια κατά των νόμων, των κανονισμών ή των διαταγών της Υπηρεσίας.

ιδ) Η παράλειψη αναφοράς πληροφορίας, που αφορά στην τέλεση εγκλήματος ή στο δράστη αυτού εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

ιε) Η συγκάλυψη σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων κατωτέρων ή νεοτέρων στο βαθμό. και

ιστ) Η χωρίς την καταβολή αντιτίμου αποδοχή υπηρεσιών ή τροφίμων και ποτών προς άμεση κατανάλωση, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

 

  1. Η ποινή της Αργίας με απόλυση επιβάλλεται και στην περίπτωση τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση, αν μέσα σε δύο (2) χρόνια ο υπαίτιος έχει τελεσίδικα τιμωρηθεί με την ποινή αυτή.

 

Άρθρο: 12

Παραπτώματα που επισύρουν ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα :

α) Η απώλεια υπηρεσιακών εγγράφων ή η από αμέλεια μη έγκαιρη διεκπεραίωση αυτών, εφόσον οδήγησε στην πρόκληση σοβαρής υπηρεσιακής ανωμαλίας ή στη παραγραφή ποινικών αδικημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων.

β) Η από ελαφρά αμέλεια ελευθέρωση φυλακισμένου.

γ) Η εκτέλεση κατά το χρόνο αναρρωτικής άδειας οποιασδήποτε εργασίας ή δραστηριότητας, που δεν συνάδει με την κατάσταση της υγείας του ή με τη σχετική γνωμάτευση του υπηρεσιακού γιατρού ή μπορεί να επιβραδύνει την ανάρρωσή του ή να επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του και

δ) Η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του εδαφ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 10 και του εδαφ. α' της παρ. 1 του άρθρου 11.

 

  1. Η ποινή της Αργίας με πρόσκαιρη παύση επιβάλλεται και στην περίπτωση τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ποινή προστίμου, εφόσον κατά τα τελευταία δύο (2) έτη ο υπαίτιος έχει τελεσίδικα τιμωρηθεί με ποινή προστίμου τουλάχιστον ενός Μηνιαίου Βασικού Μισθού ή με ποινές προστίμου, που σωρευτικά υπερβαίνουν τον ένα Μηνιαίο Βασικό Μισθό.


Άρθρο: 13

Παραπτώματα που επισύρουν ποινή προστίμου

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή του προστίμου είναι τα κατωτέρω αναφερόμενα :

 

α) Η κατ' επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης ή η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η χωρίς άδεια της Υπηρεσίας άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 538/1989 (ΦΕΚ Α'- 224).

β) Η έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας στις υπηρεσιακές ενέργειες.

γ) Η αναξιοπρεπής συμπεριφορά εντός και εκτός υπηρεσίας καθώς και το αντικανονικό της στολής.

 

δ) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για ευνοϊκή υπηρεσιακή μεταχείριση.

ε) Η πλημμελής ή η μη έγκαιρη εκτέλεση της υπηρεσίας, καθώς και η παράλειψη ή παρέλκυση εκτέλεσης αυτής.

στ) Η εκτός υπηρεσίας μέθη, που μπορεί να προκαλέσει δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της Υπηρεσίας ή η κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας χρήση οινοπνευματωδών ποτών.

ζ) Η άσκηση κριτικής υπηρεσιακών πράξεων αστυνομικών, που γίνεται δημόσια γραπτά ή προφορικά με χρησιμοποίηση ανακριβών στοιχείων ή με απρεπείς εκφράσεις.

η) Η από πρόθεση ψευδής αναφορά, κατάθεση ή δήλωση και οι κακόβουλοι υπαινιγμοί ή χαρακτηρισμοί ενώπιον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή τρίτου κατά οποιουδήποτε μέλους του Σώματος.

θ) Η χαλαρότητα, η αδράνεια και γενικά η αμέλεια στη διοίκηση, ως και ο ανεπαρκής έλεγχος και εποπτεία των υφισταμένων.

ι) Η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού και η μη τήρηση των τύπων εκδήλωσης σεβασμού προς τα εθνικά σύμβολα και τους ανωτέρους.

ια) Η συγκάλυψη ελαφρών παραπτωμάτων κατωτέρων και γενικά η πλημμελής διαχείριση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας .

ιβ) Η αποσιώπηση των παραπόνων κατωτέρων και η ανάρμοστη συμπεριφορά προς αυτούς.

ιγ) Η αδικαιολόγητη εμμονή στην υποβολή αίτησης για θέμα για το οποίο έχει ήδη αποφανθεί η υπηρεσία.

 

ιδ) Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, συναδέλφους και υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών. ιε) Η υπέρβαση της ιεραρχίας, κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων.

ιστ) Η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής παροχής, εφόσον δεν συνιστά δωροληψία και παρέχεται λόγω της ιδιότητάς του.

ιζ) Η μη παροχή οφειλόμενης συνδρομής σε αστυνομικό, εφόσον δεν συνιστά ποινικό αδίκημα. ιη) Η αναρμόδια παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου προσώπου.

ιθ) Η λόγω ασυνήθιστης χρήσης φθορά του οπλισμού και άλλων δημοσίων ειδών ως και κάθε πράξη με την οποία επέρχεται βλάβη, φθορά ή απώλεια των δημοσίων αυτών ειδών. Η παράλειψη αναφοράς για βλάβη, φθορά, ή απώλεια και η μη ακριβής συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις συντήρησης, χρήσης ή διαχείρισης των υλικών μέσων και εγκαταστάσεων της Υπηρεσίας.

κ) Η αδικαιολόγητη μη μετάβαση για ιατρική εξέταση. Η ψευδής δήλωση ασθενείας προς αποφυγή εκτέλεσης υπηρεσίας ή διαταγής μετακίνησης, αν ο αστυνομικός κριθεί ικανός για εκτέλεση υπηρεσίας από τον ιατρό που εκτελεί την υγειονομική υπηρεσία της Αστυνομίας και

κα) Κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές της υπηρεσίας.

  1. Τα παραπτώματα που προβλέπονται από τις διατάξεις των εδαφ. α, β', δ', ζ', ιγ', ιθ' και κα' της παρ. 1, τιμωρούνται με την ποινή του προστίμου εφόσον δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη διάταξη.


Άρθρο: 14

Παραπτώματα που επισύρουν ποινή επίπληξης

  1. Την ποινή της επίπληξης επισύρουν τα όλως ελαφρά παραπτώματα, που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων, τη συμπεριφορά, την εμφάνιση και την παράσταση γενικά του αστυνομικού εντός και εκτός υπηρεσίας.
  2. Η ποινή της επίπληξης επιβάλλεται επίσης και για τα παραπτώματα του προηγούμενου άρθρου, αν το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, εκτιμώντας τη βαρύτητα του παραπτώματος, την προσωπικότητα του υπαιτίου και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκαν, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβληθεί η ποινή του προστίμου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ


Άρθρο: 15

Διαθεσιμότητα

  1. Αρμόδιοι για τη λήψη του διοικητικού μέτρου της διαθεσιμότητας, είναι:

α) Ο Υπουργός Εσωτερικών για τους Αντιστρατήγους.

β) Ο Υφυπουργός Εσωτερικών για τους Υποστράτηγους και Ταξιάρχους.

γ) Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας για τους Αστυνομικούς Διευθυντές.

δ) Ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας για τους λοιπούς Αξιωματικούς και

ε) Ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για τους λοιπούς αστυνομικούς.

  1. Σε διαθεσιμότητα μπορεί να τίθενται οι αστυνομικοί, όταν ασκείται σε βάρος τους ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα για το οποίο απειλείται ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή διατάσσεται σε βάρος τους Ε.Δ.Ε., για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο απειλείται ανώτερη πειθαρχική ποινή. Η διάρκεια της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, εκτός αν πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο απειλείται η ποινή της απόταξης οπότε μπορεί να διαρκέσει μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μήνες. Η διαθεσιμότητα μπορεί να λήξει και πριν την συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών ορίων, με πράξη του οργάνου που την αποφάσισε, εκτός αν επιβλήθηκε με τελεσίδική διοικητική πράξη πειθαρχική ποινή, οπότε λήγει με την έναρξη εκτέλεσής της.

 

  1. Σε διαθεσιμότητα τίθενται υποχρεωτικά οι αστυνομικοί για όλο το χρονικό διάστημα που εκτίουν στερητική της ελευθερίας ποινή ή τελούν σε προσωρινή κράτηση. Σε περίπτωση αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους δεν διακόπτεται η διαθεσιμότητα. Η διάρκεια της υποχρεωτικής δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της δυνητικής διαθεσιμότητας.

 

  1. Σε διαθεσιμότητα τίθενται υποχρεωτικά και οι αστυνομικοί στους οποίους επιβλήθηκε ποινή απόταξης και διαγράφηκαν από τη δύναμη του Σώματος, σε περίπτωση που η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η ποινή αυτή ακυρώθηκε από διοικητικό δικαστήριο. Η διαθεσιμότητα αυτή διαρκεί μέχρι να αποφανθεί για την υπόθεση το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, που επιλαμβάνεται μετά την ακυρωτική απόφαση και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος.

 

  1. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 54 του παρόντος έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας.

 

  1. Η θέση του αστυνομικού σε διαθεσιμότητα δεν κωλύει την εκ νέου θέση αυτού στην ίδια κατάσταση για άλλο πειθαρχικό παράπτωμα ή ποινικό αδίκημα. Στην περίπτωση όμως αυτή η νέα διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της πρώτης.

 

  1. Σε περίπτωση επιβολής ποινής αργίας για άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, κατά το χρόνο που ο αστυνομικός τελεί σε διαθεσιμότητα, αναστέλλεται η κατάσταση της διαθεσιμότητας από την έναρξη έκτισης της ποινής και συνεχίζεται μετά την έκτιση της.
  2. Οι τελούντες σε κατάσταση διαθεσιμότητας:

α) Δεν εκτελούν υπηρεσία από την επίδοση σ' αυτούς της σχετικής απόφασης αλλά υποχρεούνται, εφόσον κλητεύονται, να εμφανίζονται για εξέταση ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και ανακριτικών αρχών, οπότε έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εν ενεργεία συναδέλφων τους, χωρίς να διακόπτεται η κατάσταση στην οποία τελούν.

β) Δεν επιτρέπεται να φέρουν τη στολή ούτε να απομακρύνονται από την έδρα της Υπηρεσίας τους χωρίς την έγκριση, κατά περίπτωση, των αρμοδίων οργάνων που ορίζονται στην παρ. 1 .

γ) Υπόκεινται στις διατάξεις περί πειθαρχίας όπως και οι εν ενεργεία αστυνομικοί και

δ) Υποχρεούνται να παραδίδουν τον ατομικό οπλισμό και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας, οπότε εφοδιάζονται με σχετική βεβαίωση της Υπηρεσίας, που φέρει φωτογραφία με πολιτική περιβολή και τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.

 

 

 

  1. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας, που διανύθηκε για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο επακολούθησε η επιβολή της ποινής της απόταξης και εκείνος που διανύθηκε λόγω έκτισης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή προσωρινής κράτησης, δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Σε περίπτωση επιβολής ποινής αργίας, ο χρόνος διαθεσιμότητας λογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής αυτής. Αν επιβλήθηκε κατώτερη πειθαρχική ποινή ή δεν επιβλήθηκε ποινή, ο χρόνος της διαθεσιμότητας λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και αίρονται οι συνέπειες αυτής.

Άρθρο: 16

Προσωρινή μετακίνηση

 

 

  1. Σε περίπτωση που σε βάρος αστυνομικού διατάσσεται Ε.Δ.Ε. για πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή μετακίνηση αυτού σε άλλη Υπηρεσία για όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εξέταση, αν η μετακίνηση αυτή κρίνεται αναγκαία για την καλύτερη διεξαγωγή της διοικητικής εξέτασης ή για το συμφέρον της υπηρεσίας.
  2. Αρμόδιος για μεν τη λήψη του μέτρου είναι αυτός που διέταξε την Ε.Δ.Ε. ή οποιοσδήποτε ιεραρχικά προϊστάμενός του για δε τη λήξη, αυτός που αποφασίζει για την Ε.Δ.Ε.


Άρθρο: 17

Θέση εκτός υπηρεσίας

 

  1. Σε περίπτωση, κατά την οποία λόγω απείθειας ή μέθης ή αντικανονικού της στολής κρίνεται ότι ο αστυνομικός δεν μπορεί να εκτελέσει υπηρεσία, επιβάλλεται σ' αυτόν το διοικητικό μέτρο της θέσης εκτός υπηρεσίας μέχρι ένα 8ωρο.
  2. Το μέτρο αυτό επιβάλλεται από τους αρμόδιους για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και από τον εκτελούντα καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας βαθμοφόρο, είναι δε ανεξάρτητο από τις πειθαρχικές κυρώσεις, που προβλέπονται για το συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα.
  3. Ο αρμόδιος για τον έλεγχο της πειθαρχικής ποινής, που επιβάλλεται για το παράπτωμα συνεπεία του οποίου ο αστυνομικός τέθηκε εκτός υπηρεσίας, αποφαίνεται και για την επικύρωση ή μη του μέτρου αυτού. Σε περίπτωση επικύρωσης του μέτρου ο αστυνομικός στερείται των ανάλογων αποδοχών, ανεξάρτητα από την επιβολή ή όχι πειθαρχικής ποινής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ

 


Άρθρο: 18

Συνέπειες της απόταξης

 

 

  1. Οι αστυνομικοί στους οποίους επιβλήθηκε η ποινή της απόταξης διαγράφονται από τη δύναμη του Σώματος μετά 15 ημέρες από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το 15νθήμερο αυτό θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας για όλες τις συνέπειες.
  2. Οι αστυνομικοί που τίθενται στην κατάσταση της απόταξης δεν εγγράφονται στα στελέχη της εφεδρείας και δεν μπορούν να επανέλθουν στην ενεργό υπηρεσία.

 

Άρθρο: 19

Συνέπειες της αργίας με απόλυση

  1. Οι αστυνομικοί στους οποίους επιβάλλεται ποινή αργίας με απόλυση:

α) Δεν εκτελούν υπηρεσία από την επομένη της επίδοσης σ' αυτούς της σχετικής απόφασης, υποχρεούνται όμως να εμφανίζονται προς εξέταση ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και ανακριτικών αρχών, εφόσον κλητεύονται.

β) Δεν επιτρέπεται να φέρουν στολή και υπόκεινται σε όλες τις περί πειθαρχίας διατάξεις όπως οι εν ενεργεία αστυνομικοί και

γ) Υποχρεούνται να παραδίδουν τον ατομικό τους οπλισμό και το υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας, οπότε εφοδιάζονται με σχετική βεβαίωση της Υπηρεσίας, η οποία φέρει φωτογραφία με πολιτική περιβολή και τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.

 

  1. Οι αστυνομικοί που τίθενται σε κατάσταση αργίας με απόλυση υποβιβάζονται κατά αρχαιότητα στην επετηρίδα στις προβλεπόμενες για το βαθμό τους οργανικές θέσεις οι μεν Αξιωματικοί κατά 5% οι δε Ανθυπαστυνόμοι και Αρχιφύλακες κατά 3%, για κάθε μήνα αργίας. Για τους βαθμούς, των οποίων οι θέσεις είναι ενιαίες, ο αριθμός των οργανικών θέσεων υπολογίζεται για κάθε βαθμό στον αριθμό των θέσεων που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμού των ενιαίων θέσεων δια του αριθμού των βαθμών που εντάσσονται στις θέσεις αυτές. Οι κλασματικοί αριθμοί και τα κλασματικά υπόλοιπα, που προκύπτουν κατά τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοστού υπολογίζονται στην αμέσως επομένη μονάδα ασχέτως του μεγέθους τους. Αν ο αριθμός των νεότερων ομοιοβάθμων δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση των θέσεων απώλειας αρχαιότητας, ο αριθμός αυτός συμπληρώνεται με θέσεις του αμέσως κατωτέρου βαθμού. Στην περίπτωση αυτή καθώς και όταν πρόκειται περί Υπαστυνόμων Β' και Αρχιφυλάκων, ο τιθέμενος σε αργία με απόλυση εντάσσεται στο τέλος των ομοιοβάθμων του και χάνει τις υπολειπόμενες θέσεις αμέσως μετά την προαγωγή αστυνομικών στους βαθμούς αυτούς.

 

  1. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου απώλεια των θέσεων υπολογίζεται με βάση την επετηρίδα που ισχύει κατά το χρόνο επιβολής της ποινής. Κατ' εξαίρεση, αν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις αναβάλλεται ή παραλείπεται η οφειλόμενη κρίση εξαιτίας της υπόθεσης για την οποία επιβλήθηκε η ποινή, ο κατά τα ανωτέρω υπολογισμός των θέσεων γίνεται με βάση την επετηρίδα που ίσχυε πριν από την οφειλόμενη κρίση.

 

  1. Ο χρόνος της αργίας με απόλυση σε καμιά περίπτωση δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και οι τελούντες στην κατάσταση αυτή λαμβάνουν το 50% του συνόλου των αποδοχών τους.

 

 

 

Άρθρο: 20

Συνέπειες Αργίας με πρόσκαιρη παύση

 

  1. Ο χρόνος της αργίας με πρόσκαιρη παύση θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 671/1977 (Φ.Ε.Κ. Α'-236).
  2. Οι τελούντες στην κατάσταση της αργίας με πρόσκαιρη παύση λαμβάνουν το 60% του συνόλου των αποδοχών τους και
  3. Οι διατάξεις της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση.

 

ΜΕΡΟΣ Β'

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΩΞΗ


Άρθρο: 21

Ασκηση πειθαρχικής δίωξης

  1. Η δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των αρμοδίων γι' αυτή πειθαρχικών οργάνων και ενεργείται αυτεπάγγελτα με βάση τα στοιχεία που με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο περιέρχονται σ' αυτά.

 

  1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται:

α) Με απευθείας κλήση προς απολογία, αν πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή και β) Με την έκδοση διαταγής για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), αν πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή.

  1. Για ελαφρά παραπτώματα, τα οποία προδήλως επισύρουν ποινή επίπληξης, ο αρμόδιος για την άσκηση της δίωξης, εκτιμώντας την εν γένει εντός και εκτός υπηρεσίας διαγωγή του αστυνομικού, μπορεί να θέσει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη απόφασή του. Στην περίπτωση που ο αρμόδιος να θέσει την υπόθεση στο αρχείο φέρει βαθμό κατώτερο του Αστυνομικού Διευθυντή, αυτός υποβάλει την υπόθεση στο Διευθυντή της Προϊσταμένης Διεύθυνσης ή εξομοιούμενης μ' αυτήν Υπηρεσίας, ο οποίος αποφασίζει τελεσίδικα για την έγκριση ή μη της αρχειοθέτησης.

Άρθρο: 22

Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης

 

 

  1. Αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής προς διενέργεια Ε.Δ.Ε., είναι ο Υπουργός και ο Υφυπουργός Εσωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου, οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας, και οι Προϊστάμενοι των Κλάδων για όλο το Αστυνομικό προσωπικό, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, ο Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Επισήμων και οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής για διενέργεια Ε.Δ.Ε. είναι επίσης οι Διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων και οι Διευθυντές Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους, με εξαίρεση τα παραπτώματα που προβλέπονται από το εδάφ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 10. Σε περίπτωση που ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από περισσότερους συναρμοδίους για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, κατισχύει η του ιεραρχικά ανωτέρου, στον οποίο υποβάλλονται οι διενεργηθείσες πράξεις οι οποίες παραμένουν έγκυρες.

 

  1. Η Ε.Δ.Ε. διατάσσεται πάντοτε από αξιωματικό ανώτερο του διωκομένου.
  2. Αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με απευθείας κλήση προς απολογία είναι εκτός από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο πειθαρχικά όργανα και οι αξιωματικοί ανεξαρτήτως βαθμού, για όλους τους κατά βαθμό κατώτερους αστυνομικούς, ανεξάρτητα αν αυτοί υπάγονται ή όχι διοικητικά σ' αυτούς καθώς και Ανθυπαστυνόμοι και Αρχιφύλακες, εφόσον είναι διοικητές υπηρεσιών, για το κατά βαθμό κατώτερο προσωπικό τους.
  3. Οι αξιωματικοί της προηγούμενης παραγράφου όταν δεν είναι διοικητές Υπηρεσιών, μπορούν αντί να ασκήσουν πειθαρχική δίωξη κατά του αστυνομικού, να υποβάλλουν αναφορά κατ' αυτού. Την ίδια δυνατότητα έχουν και οι διοικητές υπηρεσιών, όταν ο ελεγχόμενος δεν υπάγεται διοικητικά σ' αυτούς.


Άρθρο: 23

Καταγγελίες κατά των αστυνομικών

 

 

  1. Η εξέταση των πειθαρχικών παραπτωμάτων που φέρονται ότι τελέσθηκαν από αστυνομικούς σε βάρος πολιτών, προηγείται της εξέτασης των άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων.
  2. Η καταγγελία εναντίον αστυνομικών γίνεται με έγγραφη αναφορά ή προφορικά ενώπιον αξιωματικού, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση.
  3. Ανώνυμες ή προφορικές καταγγελίες κατά αστυνομικών, για τις οποίες ο καταγγέλλων δεν δέχεται να υπογράψει σχετική έκθεση, δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για άσκηση πειθαρχικής δίωξης αλλά αν είναι συγκεκριμένες και συνιστούν, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή διατάσσεται προκαταρκτική εξέταση. Σε κάθε άλλη περίπτωση τίθενται στο αρχείο και εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 21.
  4. Όποιος καταγγέλλει αστυνομικό δικαιούται να πληροφορείται ύστερα από αίτησή του το αποτέλεσμα της καταγγελίας του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ


Άρθρο: 24

Προκαταρκτική Διοικητική εξέταση

 

  1. Η Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση (Π.Δ.Ε.) διενεργείται: α) Στην περίπτωση που απλώς πιθανολογείται ή δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελέσθηκε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα. β) Για την εξακρίβωση των συνθηκών τραυματισμού ή των αιτιών πάθησης αστυνομικών, προκειμένου να κριθεί αν έχουν σχέση με την υπηρεσία και γ) Για την εξακρίβωση περιστατικών ή συμβάντων που ενδιαφέρουν την Υπηρεσία.
  2. Η Π.Δ.Ε. είναι μυστική διατάσσεται δε από ανώτερο αξιωματικό εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και ενεργείται είτε από τον ίδιο το διατάξαντα ή κατόπιν διαταγής του από άλλον αξιωματικό ανώτερο ή αρχαιότερο εκείνου κατά του οποίου στρέφεται. Σε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η συμπλήρωση της Π.Δ.Ε., εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26.
  3. Ο ενεργών την Π.Δ.Ε. εξετάζει τους μάρτυρες, συλλέγει κάθε αποδεικτικό στοιχείο προς διαπίστωση τέλεσης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος και αν κατά την κρίση του προκύπτουν σαφείς ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος, καλεί εκείνον κατά του οποίου στρέφεται να δώσει έγγραφες εξηγήσεις, χωρίς να υποχρεούται να αναφέρει επιβαρυντικά γι' αυτόν περιστατικά. Η εξέταση του καταγγέλλοντος, των μαρτύρων καθώς και αυτών που έχουν οποιαδήποτε ανάμιξη στην υπόθεση γίνεται προφορικά. Ο ενεργών όμως την Π.Δ.Ε. μπορεί να ζητά ή να δέχεται έγγραφα στοιχεία των ανωτέρω προσώπων και να εξετάζει αν κρίνει αναγκαίο ενόρκως τους μάρτυρες που θεωρεί ότι η μαρτυρία τους είναι ουσιώδης για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
  4. Αν κατά τη διενέργεια της Π.Δ.Ε. προκύψει ευθύνη αστυνομικού ανωτέρου ή αρχαιοτέρου εκείνου που τη διέταξε ή την ενεργεί, ο ενεργών αναφέρει γι' αυτό στον διατάξαντα, προκειμένου να ενεργήσει σχετικά.
  5. Αν κατά τη διενέργεια της Π.Δ.Ε. διαπιστωθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή, ο ενεργών αυτή καλεί σε απολογία τον υπαίτιο αστυνομικό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 και για την εκδίκαση του παραπτώματος εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 31 και του άρθρου 38 του παρόντος.

 


Άρθρο: 25

Απ' ευθείας κλήση προς απολογία

  1. Η πειθαρχική δίωξη με απ' ευθείας κλήση προς απολογία ασκείται στην περίπτωση που ο αρμόδιος για αυτή έχει ιδία αντίληψη του πειθαρχικού παραπτώματος ή από τα στοιχεία που περιήλθαν σ' αυτόν καθ' οιονδήποτε νόμιμο τρόπο, προκύπτουν σαφείς ενδείξεις τελέσεως συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, να ζητήσει αντίγραφα των εγγράφων και απολογούμενος να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και μέχρι δύο ένορκες βεβαιώσεις μάρτυρα, που συντάχθηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη.
  2. Η κλήση σε απολογία περιέχει:

α) Τα στοιχεία του διωκομένου (βαθμός, αριθμός μητρώου, επώνυμο, όνομα και πατρώνυμο). β) Πλήρη και ακριβή προσδιορισμό των πράξεων που στοιχειοθετούν τα αποδιδόμενα στον αστυνομικό παραπτώματα καθώς και τις τυχόν ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι πράξεις αυτές. γ) Τον τόπο και χρόνο τέλεσης των πράξεων.

δ) Τις διατάξεις που προβλέπουν τα πειθαρχικά παραπτώματα.

ε) Την προθεσμία προς υποβολή έγγραφης απολογίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) ημερών από την επίδοση της κλήσης. στ) Υπόμνηση των δικαιωμάτων που έχει ο εγκαλούμενος να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου, να ζητήσει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων και να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ των οποίων και μέχρι δύο ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων υπερασπίσεως, που συντάχθηκαν ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη και ζ) Τον τόπο και την ημερομηνία σύνταξης της κλήσης, την υπογραφή του ασκούντος την πειθαρχική δίωξη, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του καθώς και τη σφραγίδα της Υπηρεσίας.

  1. Η κλήση σε απολογία συντάσσεται σε δύο (2) αντίτυπα, από τα οποία το πρώτο παραμένει στο αρχείο της Υπηρεσίας και το δεύτερο επιδίδεται στον εγκαλούμενο με αποδεικτικό επίδοσης που συντάσσεται επί του σώματος του πρώτου αντιτύπου.
  2. Σε περίπτωση που ο εγκαλούμενος αρνείται να παραλάβει την κλήση ή να υπογράψει το αποδεικτικό, γίνεται σχετική μνεία σ' αυτό από τον επιδίδοντα παρουσία μάρτυρα, ο οποίος προσυπογράφει το αποδεικτικό. Αν ο εγκαλούμενος αρνείται να προσέλθει προς παραλαβή της κλήσης, αυτή επιδίδεται στην κατοικία του σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κ.Ποιν. Δ.
  3. Η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και στην περίπτωση που ο εγκαλούμενος δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα την απολογία του. Η απολογία που υποβάλλεται εκπρόθεσμα αλλά πριν την έκδοση της απόφασης ή την επικύρωση της ποινής, λαμβάνεται υπόψη.
  4. Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως και συντάσσεται σε ύφος κόσμιο ο δε εγκαλούμενος περιορίζεται μόνο στα απαραίτητα για την υπεράσπισή του ζητήματα. Οι περιεχόμενες στην απολογία προσβλητικές εκφράσεις, κρίσεις ή σχόλια σε βάρος αστυνομικών που δεν είναι απαραίτητες για την υπεράσπισή του, αποτελούν πειθαρχικό παράπτωμα. Στην περίπτωση αυτή η πειθαρχική δίωξη ασκείται μετά την τελεσίδικη εκδίκαση του παραπτώματος.
  5. Στην περίπτωση που ο εγκαλούμενος είναι διοικητής υπηρεσίας, η κλήση σε απολογία μπορεί να αντικατασταθεί με διαταγή, που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της κλήσης της παραγράφου 2. Η προθεσμία προς απολογία αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας παραλαβής της διαταγής από την Υπηρεσία του εγκαλουμένου και αν αυτός κωλύεται από την επομένη της άρσης του κωλύματος.

Άρθρο: 26

Ένορκη Διοικητική Εξέταση

  1. Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.) διενεργείται όταν από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτουν σαφείς ενδείξεις για την τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, προκειμένου να διαπιστωθούν η τέλεση ή μη αυτού, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε και ο τυχόν υπαίτιος.
  2. Η Ε.Δ.Ε., με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2622/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2713/1999, διενεργείται: α) Για τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας από τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης. β) Για τους αντιστράτηγους από τον Αρχηγό και

γ) Για τους λοιπούς αστυνομικούς από αξιωματικό ανώτερο του εγκαλουμένου κατά το χρόνο της πειθαρχικής δίωξης, ο οποίος ορίζεται με τη σχετική διαταγή, εκτός αν ο διατάξας κρίνει ότι πρέπει να την ενεργήσει ο ίδιος. Η διενέργεια της Ε.Δ.Ε. κοινοποιείται στις ιεραρχικά προϊστάμενες Υπηρεσίες. Αν διαταχθεί συμπλήρωση της Ε.Δ.Ε., ανατίθεται είτε στον αξιωματικό που την ενήργησε είτε σε άλλον ανώτερο ή αρχαιότερο αυτού. Κατ' εξαίρεση, αν ο ενεργήσας την Ε.Δ.Ε. προήχθη λόγω αποστρατείας του, η συμπλήρωση αυτής μπορεί να ανατεθεί και σε αξιωματικό που φέρει το βαθμό που κατείχε ο διενεργήσας πριν την προαγωγή του. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της Ε.Δ.Ε. ανακύψει λόγος που κωλύει ή καθιστά δυσχερή την περαίωση αυτής από τον διενεργούντα αξιωματικό, η συνέχιση της μπορεί ν' ανατεθεί σε νεότερο ή κατώτερο αυτού, εφόσον δεν έχει εκδοθεί κλήση σε απολογία.

  1. Με τη διαταγή διενέργειας Ε.Δ.Ε. ορίζεται και ο αξιωματικός που θα τη διενεργήσει. Κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που η Ε.Δ.Ε. διατάσσεται από τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εσωτερικών, το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, τον Αρχηγό, τους Αντιστρατήγους, τους Υποστρατήγους, τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές και τους Ταξιάρχους διευθυντές αυτοτελών υπηρεσιακών μονάδων, ο ορισμός του αξιωματικού που θα διενεργήσει την Ε.Δ.Ε. μπορεί να ανατεθεί στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία απευθύνεται η σχετική διαταγή.
  2. Η Ε.Δ.Ε. για τα πειθαρχικά παραπτώματα που αναφέρονται στο εδάφ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 10, ανατίθεται σε αξιωματικό Διεύθυνσης ή Υπηρεσίας που εξομοιώνεται μ' αυτή, άλλης από εκείνη στην οποία υπάγονται διοικητικά οι εγκαλούμενοι αστυνομικοί.
  3. Η Ε.Δ.Ε. είναι έγγραφη και μυστική. Ο εγκαλούμενος παρίσταται ο ίδιος ή με το συνήγορό του σ' εκείνες τις ανακριτικές πράξεις που επιτρέπεται να παρίσταται κατά τις σχετικές διατάξεις του Κ. Ποιν. Δ.
  4. Η Ε.Δ.Ε. δεν μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία προέκυψαν στοιχεία κατά τη διενέργειά της χωρίς νέα διαταγή αυτού που την διέταξε, εκτός αν είχε δοθεί σχετική εξουσιοδότηση με την αρχική διαταγή. Αν δεν υπήρξε τέτοια εξουσιοδότηση, ο διενεργών την εξέταση αναφέρει σχετικά στον διατάξαντα.
  5. Στην περίπτωση που κατά τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. προκύψει ευθύνη αστυνομικού ανωτέρου ή αρχαιοτέρου εκείνου που τη διέταξε ή που την ενεργεί, ο ενεργών αναφέρει γι' αυτό στον διατάξαντα ή στον άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενό του προκειμένου να ενεργήσουν σχετικά.
  6. Αν από την Ε.Δ.Ε. προκύψουν σαφείς ενδείξεις τέλεσης συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο αστυνομικό, αυτός καλείται σε απολογία. Η κλήση σε απολογία είναι γραπτή και περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α', β', γ', δ' και ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 25 και επιδίδεται πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες προ της εμφάνισής του σε απολογία. Η κλήση περιλαμβάνει επίσης τη διαταγή με βάσει την οποία ενεργείται η Ε.Δ.Ε. και μνεία των αναφερομένων στην παράγραφο 10 δικαιωμάτων του εγκαλουμένου.
  7. Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι εγκαλούμενοι που απολογήθηκαν, ο ενεργών την Ε.Δ.Ε. υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως το πέρας αυτής στους εγκαλουμένους, κάνοντας μνεία ότι υπήρξαν και απολογίες άλλων.
  8. Ο καλούμενος σε απολογία δικαιούται:

α) Να λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων της πειθαρχικής δικογραφίας για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση που προσυπογράφει. β) Να ζητήσει, με γραπτή αίτηση και δαπάνη του αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας, εκτός από εκείνα τα οποία από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα. Στην τελευταία περίπτωση χορηγούνται μόνο τα στοιχεία εκείνα που αφορούν την κρινόμενη υπόθεσή του. γ) Να εμφανίζει προς εξέταση ενώπιον του ενεργούντος την Ε.Δ.Ε. μέχρι τρεις (3) μάρτυρες υπεράσπισης. δ) Να παρίσταται με συνήγορο κατά την απολογία του και σε κάθε μεταγενέστερη εξέτασή του. Ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στην έκθεση απολογίας του είτε με απλή έγγραφη αναφορά που τίθεται στη δικογραφία και ε) Να λάβει γνώση των απολογιών των τυχόν λοιπών εγκαλουμένων και να υποβάλει συμπληρωματικά, άπαξ εντός 5νθημέρου, απολογητικό υπόμνημα. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της γνωστοποιήσεως σε αυτόν του πέρατος της εξέτασης.

  1. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 25, έχουν ανάλογη εφαρμογή.
  2. Σε περίπτωση που διαταχθεί συμπλήρωση της ενεργηθείσης Ε.Δ.Ε. και προκύψουν νέα στοιχεία, που είτε μεταβάλλουν επί το βαρύτερο το χαρακτηρισμό του παραπτώματος είτε συνιστούν νέο πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο υπάρχει σχετική αρμοδιότητα, ο εγκαλούμενος καλείται από τον ενεργούντα σε συμπληρωματική απολογία οπότε μπορεί να ασκήσει εκ νέου τα δικαιώματά του. Σε κάθε άλλη περίπτωση συμπλήρωσης της Ε.Δ.Ε., καλείται μόνο να λάβει γνώση των στοιχείων που προέκυψαν μεταγενέστερα οπότε μπορεί να υποβάλει συμπληρωματικό υπόμνημα.
  3. Ο ενεργών την Ε.Δ.Ε. μπορεί αν κρίνει ότι κατώτε-ρός του έχει οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση που ερευνά, να τον καλέσει να υποβάλει σχετική έγγραφη αναφορά χωρίς να υποχρεούται να αναφέρει επιβαρυντικά για αυτόν περιστατικά.
  4. Η Ε.Δ.Ε. περατούται εντός της οριζόμενης από τον διατάξαντα προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, για μια ακόμη φορά από τον διατάξαντα, με αιτιολογημένη απόφασή του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.


Άρθρο: 27

'Ένορκη Διοικητική Εξέταση που δε συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης

 

  1. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 είναι αρμόδιοι να διατάξουν Ε.Δ.Ε. που δε συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης και ενεργείται από τους αναφερομένους στην παράγραφο 2 του άρθρου 26 αξιωματικούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
  2. Η Ε.Δ.Ε. περατούται εντός της οριζόμενης από τον διατάξαντα προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4)μήνες. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, για μια ακόμη φορά από τον διατάξαντα, με αιτιολογημένη απόφασή του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες.
  3. Η Ε.Δ.Ε. αυτή διατάσσεται από αξιωματικό ανώτερο εκείνου κατά του οποίου στρέφεται στις κατωτέρω περιπτώσεις: α) Απώλειας ή φθοράς υλικού ή άλλων αξιών του Δημοσίου για τον καταλογισμό της αξίας αυτών που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις. β) Τροχαίου ατυχήματος στο οποίο εμπλέκεται υπηρεσιακό όχημα, για την αποτίμηση των προκληθεισών ζημιών και τον καταλογισμό αυτών, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. γ) Θανάτου αστυνομικού κατά τη διάρκεια διατεταγμένης υπηρεσίας ή εκτός υπηρεσίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο θάνατος δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια και δ) Όταν προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
  4. Αν κατά τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. βεβαιωθεί πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, ο ενεργών αυτήν ασκεί αν είναι αρμόδιος την πειθαρχική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 26, άλλως αναφέρει σχετικά στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Σε περίπτωση που βεβαιωθεί πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή, καλεί τον υπαίτιο σε απολογία, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 8, 10 και 11 του προηγουμένου άρθρου και για την εκδίκαση του παραπτώματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39.

 


Άρθρο: 28

Κωλύματα για ενέργεια Διοικητικών Εξετάσεων

  1. Κωλύεται να διενεργήσει διοικητική εξέταση όποιος:

α) Είναι συγγενής εξ αίματος του εγκαλουμένου ή του εγκαλούντος κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριόριστα, εκ πλαγίου δε μέχρι τετάρτου βαθμού και εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου ή σύζυγος αυτών. Τα κωλύματα της συγγένειας από αγχιστεία και της συζυγικής σχέσης εξακολουθούν να υφίστανται και μετά τη λύση του γάμου.

β) 'Έχει ιδιαίτερη φιλία ή έχθρα με τον εγκαλούμενο ή τον εγκαλούντα ή συντρέχουν στο πρόσωπό του γεγονότα ικανά να δικαιολογήσουν εύλογη δυσπιστία για την αμεροληψία του. γ) Κατήγγειλε την πράξη για την οποία διατάχθηκε η εξέταση. δ) Φέρεται βάσει ενδείξεων, ότι έχει ευθύνη για την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της εξέτασης. ε) 'Έχει συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης και

στ) 'Έχει εξετασθεί ως μάρτυρας ή έχει γνωμοδοτήσει ως πραγματογνώμονας στην ίδια υπόθεση.

  1. Ο αξιωματικός στο πρόσωπο του οποίου υπάρχει κώλυμα υποχρεούται, μετά τη λήψη της διαταγής με την οποία του ανατέθηκε η διενέργεια της εξέτασης, να γνωστοποιήσει αμέσως το κώλυμα σ' αυτόν που τον όρισε, με αναφορά του στην οποία πρέπει να εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι του κωλύματός του και να επισυνάπτονται τα αναγκαία για την απόδειξή του στοιχεία. Η ίδια υποχρέωση υπάρχει και όταν το κώλυμα προκύψει κατά την διάρκεια της εξέτασης.
  2. Η από πρόθεση αποσιώπηση κωλύματος και η αναληθής επίκληση αυτού με σκοπό την αποφυγή της διενέργειας της εξέτασης, συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, χωρίς να αποκλείεται και εφαρμογή του άρθρου 254 του Π.Κ.
  3. Σε περίπτωση που η διοικητική εξέταση στρέφεται κατά συγκεκριμένου αστυνομικού, η σχετική διαταγή κοινοποιείται σ' αυτόν ο οποίος, μέσα σε τρεις ημέρες από της κοινοποιήσεως δικαιούται, άπαξ με γραπτή αναφορά, να ζητήσει την εξαίρεση του αξιωματικού στον οποίο ανατέθηκε η εξέταση για κάποιο από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κωλύματα, επισυνάπτοντας και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο λόγος εξαίρεσης προκύψει κατά τη διάρκεια της εξέτασης, η αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί μέχρι και της απολογίας του εγκαλουμένου.
  4. Σε περίπτωση που η διοικητική εξέταση διενεργείται από τον διατάξαντα, αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο προκειμένου να ασκήσει το αναφερόμενο στην προηγούμενη παράγραφο δικαίωμά του.

6 Η επίκληση εν γνώσει αναληθούς λόγου εξαίρεσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

  1. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της Ε.Δ.Ε. προκύψει ευθύνη σε βάρος αστυνομικού, κατά του οποίου δεν είχε αρχικά ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, κοινοποιείται σ' αυτόν η διενέργεια της Ε.Δ.Ε. και εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4.
  2. Αν η διοικητική εξέταση στρέφεται σε βάρος περισσοτέρων αστυνομικών, το κώλυμα που τυχόν συντρέχει στο πρόσωπο του ενεργούντος για έναν απ' αυτούς λογίζεται ως κώλυμα και για τους λοιπούς εγκαλουμένους.
  3. Αρμόδιος να αποφασίσει για το κώλυμα ή την αίτηση εξαίρεσης είναι εκείνος που με διαταγή του οποίου ορίσθηκε ο ενεργών την εξέταση. Κατ' εξαίρεση, αν ο αξιωματικός που ενεργεί την εξέταση ορίσθηκε από τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εσωτερικών ή το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο Αρχηγός του Σώματος και στην περίπτωση που η εξέταση διενεργείται από εκείνον που τη διέταξε, αρμόδιος είναι ο αμέσως ιεραρχικά προϊστάμενός αυτού.
  4. Η δήλωση κωλύματος και η αίτηση εξαίρεσης αναστέλλουν τη διενέργεια της διοικητικής εξέτασης μέχρι να εκδοθεί σχετική απόφαση. Σε περίπτωση που αυτές απορριφθούν, συνεχίζεται η εξέταση από τον ίδιο αξιωματικό, διαφορετικά ορίζεται άλλος αξιωματικός για τη διενέργειά της, οι ανακριτικές όμως πράξεις που διενεργήθηκαν παραμένουν έγκυρες.

Άρθρο: 29

Πόρισμα Διοικητικών Εξετάσεων

 

  1. Οι διοικητικές εξετάσεις περατούνται με τη σύνταξη πορίσματος από τον διενεργήσαντα που περιλαμβάνει ιδίως, τον τόπο και τον χρόνο σύνταξής , το βαθμό, το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του συντάκτη, τη διαταγή και τις σχετικές διατάξεις με τις οποίες διενεργήθηκε η εξέταση, τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξειδικεύεται το περιεχόμενο αυτών εκτός αν αυτό κρίνεται αναγκαίο και το συμπέρασμα. Στο συμπέρασμα αναφέρεται η κρίση του συντάκτη για το αν διαπράχθηκε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα και ποιο για τις περιπτώσεις της Ε.Δ.Ε. της παρ. 1 του άρθρου 26 και της Π.Δ.Ε. ή για το αντικείμενο της Ε.Δ.Ε. που η διαταγή διενέργειάς της δεν συνιστά άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή της Π.Δ.Ε. για τις περιπτώσεις των εδαφ. β' και γ' της παρ. 1 του άρθρου 24. Σε περίπτωση που προκύψει πειθαρχική ευθύνη, το πόρισμα περιλαμβάνει με σαφήνεια και ακρίβεια τα στοιχεία του πειθαρχικού παραπτώματος, τις διατάξεις που το προβλέπουν καθώς και τα στοιχεία του υπαιτίου.
  2. Η παράλειψη αναφοράς ενός ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω στοιχείων στο πόρισμα δεν επιφέρει ακυρότητα, εκτός αν από την παράλειψη προκλήθηκε βλάβη στον εγκαλούμενο.
  3. Το πόρισμα υπογράφεται από το συντάκτη, μονογράφεται κάθε σελίδα του και υποβάλλεται ιεραρχικά στον αρμόδιο να αποφασίσει.

Άρθρο: 30

Ταξινόμηση και αρίθμηση των εγγράφων της διοικητικής εξέτασης

 

  1. Η πειθαρχική δικογραφία αποτελείται από τα έγγραφα, τα αποδεικτικά μέσα και το πόρισμα. Τα έγγραφα της δικογραφίας και το πόρισμα, ταξινομούνται κατ' αύξοντα αριθμό και καταχωρούνται σε πίνακα περιεχομένων εγγράφων με τη σειρά που αριθμήθηκαν, στον οποίο γίνεται μνεία και των τυχόν πειστηρίων. Το πόρισμα λαμβάνει τον αριθμό (1) και ακολουθεί η ταξινόμηση και αρίθμηση των λοιπών εγγράφων με πρώτη τη διαταγή διενέργεια της διοικητικής εξέτασης και των επισυναπτομένων σ' αυτή εγγράφων.
  2. Σε περίπτωση συμπλήρωσης της διοικητικής εξέτασης τα νέα έγγραφα της δικογραφίας ταξινομούνται και αριθμούνται, κατά τα ανωτέρω, με πρώτο το νέο πόρισμα και καταχωρούνται σε νέο πίνακα περιεχομένων. Η αρίθμηση των νέων εγγράφων συνεχίζεται από τον τελευταίο αριθμό της αρχικής αρίθμησης και γίνεται μνεία των τυχόν νέων πειστηρίων.

 

 

Άρθρο: 31

Αρμόδιοι να αποφασίσουν για τις διοικητικές εξετάσεις

  1. Αρμόδιοι να αποφασίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 για τις Ε.Δ.Ε. της παραγράφου 1 του άρθρου 26 είναι : α) Ο Υπουργός Εσωτερικών, αν η Ε.Δ.Ε. αφορά Αντιστρατήγους. β) Ο Υφυπουργός Εσωτερικών αν η Ε.Δ.Ε. αφορά Υποστρατήγους ή αν διενεργήθηκε από το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης ή τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας. γ) Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αν η Ε.Δ.Ε. αφορά Ταξιάρχους ή Αστυνομικούς Διευθυντές ή αν διενεργήθηκε από τους Αντιστρατήγους ή τους προϊσταμένους των κλάδων του Αρχηγείου. δ) Ο Προϊστάμενος Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αν διενεργήθηκαν από τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές, το Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, ή το Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας Επισήμων ή αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή και διενεργήθηκαν από αξιωματικούς των Διευθύνσεων των Κλάδων του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, των αυτοτελών Κεντρικών Υπηρεσιών, της Δ/νσης Εξωτερικής Φρούρησης Φυλακών Σωφρονιστικών Καταστημάτων (Δ.Ε.Φ.Φ.Σ.Κ.), της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), της Υπηρεσίας Παλλαϊκής Άμυνας /Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης (Π.ΑΜ / Π.Σ.Ε.Α) και των ασφαλιστικών φορέων του αστυνομικού προσωπικού και ε) Οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας και ο Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας Επισήμων, αν αφορούν αστυνομικούς μέχρι και το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή και διενεργήθηκαν από αξιωματικούς των υπηρεσιών της δικαιοδοσίας τους.
  2. Για τις Π.Δ.Ε. και τις Ε.Δ.Ε. της παραγράφου 1 του άρθρου 27, αρμόδιοι να αποφασίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 27 και των άρθρων 38 και 39, είναι αυτοί που διέταξαν τη διενέργειά τους και αν τις διενήργησαν οι ίδιοι, ο άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενός τους.
  3. Σε περίπτωση που η Ε.Δ.Ε. αφορά αστυνομικούς διαφόρων βαθμών για τους οποίους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είναι αρμόδια να αποφασίσουν διαφορετικά πειθαρχικά όργανα, αποφαίνεται για όλους το πειθαρχικό όργανο που είναι αρμόδιο για τον ανώτερο κατά βαθμό από αυτούς.
  4. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας μπορεί για τις Ε.Δ.Ε. της παραγράφου 1 του άρθρου 26, εφόσον τα αρμόδια κατά τα εδάφ. γ' και δ' της παραγράφου 1 πειθαρχικά όργανα έκριναν μη παραπεμπτέο τον εγκαλούμενο στο πειθαρχικό συμβούλιο και ή έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο ή επέβαλαν κατώτερη πειθαρχική ποινή και δεν έχει παρέλθει τρίμηνο από τη λήψη της σχετικής απόφασης, να διατάσσει την υποβολή της σχετικής δικογραφίας στον ίδιο προκειμένου να κρίνει εξ' υπαρχής την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 39. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση με την οποία τυχόν επιβλήθηκε κατώτερη πειθαρχική ποινή ή η πράξη με την οποία η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, είναι αυτοδικαίως άκυρες η δε τυχόν ασκηθείσα από τον εγκαλούμενο και μη εκδικασθείσα προσφυγή θεωρείται ως μη γενομένη.
  5. Οι αρμόδιοι ν' αποφασίσουν για τις διοικητικές εξετάσεις και οι ενδιάμεσα γνωματεύοντες επί των πορισμάτων αυτών, εφόσον επισημαίνουν συγκεκριμένες ελλείψεις, μπορούν να επιστρέφουν τη σχετική δικογραφία για συμπλήρωση.

 

 


Άρθρο: 32

Γνωματεύσεις επί των Πορισμάτων των διοικητικών εξετάσεων

 

 

  1. Για τα πορίσματα των διοικητικών εξετάσεων γνωματεύουν τα ιεραρχικά προϊστάμενα όργανα αυτού που ενήργησε την εξέταση μέχρι του αρμόδιου να αποφασίσει. Η γνωμάτευση ενσωματώνεται στο πόρισμα και σε περίπτωση διαφωνίας αιτιολογείται.
  2. Τα πορίσματα που συντάσσονται από τους Αντιστρατήγους, τους Προϊσταμένους των Κλάδων, τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές και τους Διευθυντές των Αυτοτελών Κεντρικών Υπηρεσιών, δεν υπόκεινται σε γνωμάτευση.
  3. Στην περίπτωση που τη διοικητική εξέταση διενεργεί αξιωματικός ο οποίος υπηρετεί σε αυτοτελή Διεύθυνση του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, στην οποία προΐσταται πολιτικός υπάλληλος, για το πόρισμα γνωματεύει ο αρχαιότερος αξιωματικός που υπηρετεί στην υπηρεσία αυτή, άλλως το πόρισμα υποβάλλεται χωρίς γνωμάτευση στο αρμόδιο να αποφασίσει πειθαρχικό όργανο.


Άρθρο: 33

Σύνταξη εκθέσεων -Επιδόσεις εγγράφων της προδικασίας

 

 

  1. Οι διατάξεις του Κ. Ποιν. Δ., που αφορούν στα αποδεικτικά μέσα, την κλήτευση, τον όρκο, την εξέταση και τις συνέπειες της μη εμφάνισης των μαρτύρων, τον τρόπο εξέτασης του εγκαλουμένου, καθώς και τον τύπο των εκθέσεων εφαρμόζονται αναλόγως εφόσον τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονται από διατάξεις του παρόντος. Στη σύνταξη των εκθέσεων συμπράττει ως γραμματέας βαθμοφόρος ανακριτικός υπάλληλος.
  2. Η μετά από παραγγελία ανακριτική πράξη διενεργείται από αξιωματικό ανώτερο ή αρχαιότερο του εγκαλουμένου.
  3. Η επίδοση των εγγράφων της προδικασίας στον εγκαλούμενο, γίνεται από αυτόν που διενεργεί την εξέταση ή με μέριμνα του προϊσταμένου της Υπηρεσίας του εγκαλουμένου. Κατ' εξαίρεση η επίδοση γίνεται: α) Στον προϊστάμενο της τελευταίας Υπηρεσίας του αν αυτός απουσιάζει παράνομα. β) Στην κατοικία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 του Κ. Ποιν. Δ., αν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση διαθεσιμότητας ή ετήσιας άδειας λόγω νοσήματος ή αργίας ή έχει διαγραφεί από το Σώμα. γ) Στο σύζυγό του ή αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό και σε περίπτωση μη ανεύρεσης αυτών, στην αστυνομική αρχή της τελευταίας γνωστής διαμονής του, αν αυτός είναι αγνώστου διαμονής και δ) Στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο κατά τις διατάξεις του άρθρου 84 Κ. Ποιν. Δ. ή στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά, αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, όταν ο εγκαλούμενος είναι στην ενέργεια και διαμένει στο εξωτερικό.
  4. Σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται στον εγκαλούμενο να παρίσταται με συνήγορο.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Άρθρο: 34

Πειθαρχικά όργανα - Πειθαρχική δικαιοδοσία

  1. Πειθαρχική εξουσία ασκούν:

α) Τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια και

β) Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

  1. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:

α) Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων, που εκδικάζουν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, τα πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών των ανωτέρω βαθμών. β) Τα Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια αξιωματικών, που εκδικάζουν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιστοίχως, τα πειθαρχικά παραπτώματα που αφορούν αξιωματικούς από το βαθμό του Υπαστυνόμου Β' μέχρι και το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή καθώς και τους συμπαραπεμπόμενους σ' αυτά αστυνομικούς κατωτέρων βαθμών. γ) Το Ανώτερο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα των Ταξιαρχών και των Αστυνομικών Διευθυντών και δ) Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα των Αντιστρατήγων και των Υποστρατήγων.

  1. Τα πειθαρχικά συμβούλια, πλην του ανωτάτου, συγκροτούνται τον Απρίλιο κάθε έτους με απόφαση του Αρχηγού, με την οποία καθορίζεται η αρμοδιότητά τους και ορίζονται τα τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη τους με ετήσια θητεία. Τα τακτικά μέλη σε περίπτωση κωλύματος αναπληρώνονται από τα αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εδαφίων α' και β' της προηγούμενης παραγράφου λειτουργούν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη τα δε άλλα μόνο στην Αθήνα. Το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται στον ίδιο χρόνο με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης.
  2. Τα πειθαρχικά συμβούλια συγκροτούνται:

α) Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων από ένα (1) Αστυνομικό Υποδιευθυντή ως Πρόεδρο, δύο (2) Αστυνόμους Α' και δύο (2) Αστυνόμους Α' ή Β' . Οι δύο (2) τελευταίοι προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. β) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ανθυπαστυνόμων, αρχιφυλάκων και αστυφυλάκων από ένα (1) Αστυνομικό Διευθυντή ως Πρόεδρο, δύο (2) Αστυν. Υποδ/ντές, ως και δύο (2) αξιωματικούς με το βαθμό του Αστυνόμου Α'. Οι δύο (2) τελευταίοι προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. γ) Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αξιωματικών από ένα (1) Ταξίαρχο ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Αστυνομικούς Διευθυντές, εκ των οποίων οι δύο (2) προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των Αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. δ) Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αξιωματικών από ένα (1) Ταξίαρχο, ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Αστυνομικούς Διευθυντές, εκ των οποίων οι δύο (2) προτείνονται, ανά ένας, από τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών των συνδικαλιστικών ενώσεων των αξιωματικών και αστυνομικών υπαλλήλων. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου είναι αρχαιότερος του προέδρου του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. ε) Το Ανώτερο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τρεις (3) Υποστρατήγους εκ των οποίων ο αρχαιότερος εκτελεί καθήκοντα προέδρου και στ) Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο από τον Αρχηγό, ως Πρόεδρο, τον Υπαρχηγό και τον αρχαιότερο Αντιστράτηγο της Ελληνικής Αστυνομίας, ως μέλη. Σε περίπτωση που εγκαλούμενος είναι ο Υπαρχηγός ή ο αρχαιότερος Αντιστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας, τα μέλη του συμβουλίου αναπληρώνονται από δύο (2) ή ένα (1) Αντιστρατήγους του Στρατού Ξηράς αντιστοίχως.

  1. Τα διοικητικά συμβούλια των ομοσπονδιών συνδικαλιστικών ενώσεων, κατ' έτος και κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου, προτείνουν εγγράφως στο Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας τα οριζόμενα απ' αυτά μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία για μεν τα συμβούλια της Αθήνας προέρχονται από Υπηρεσίες που έχουν την έδρα τους στο νομό Αττικής για δε τα συμβούλια της Θεσσαλονίκης από Υπηρεσίες που έχουν την έδρα τους στο νομό Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, η σύνθεση των συμβουλίων συμπληρώνεται με την απόφαση συγκρότησης του Αρχηγού.
  2. Καθήκοντα εισηγητή του ανωτέρου και ανωτάτου πειθαρχικού συμβουλίου εκτελεί μέλος του συμβουλίου που ορίζεται από τον πρόεδρο και καθήκοντα γραμματέα ανώτερος αξιωματικός που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησης τους. Καθήκοντα εισηγητή και γραμματέα στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια εκτελεί το νεότερο κατά σειρά αρχαιότητας μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, που έχει προταθεί από την Υπηρεσία. Οι πρόεδροι και οι εισηγητές των μεν πειθαρχικών συμβουλίων των εδαφ. α' και β' της παραγράφου 4 είναι αποκλειστικής απασχόλησης των δε εδαφ. γ' και δ' της ίδιας παραγράφου μερικής απασχόλησης.
  3. Τα πειθαρχικά συμβούλια των εδαφ. α' β' γ' και δ' της παραγράφου 4, βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τρία (3) μέλη μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Για το σχηματισμό της απαρτίας δεν υπολογίζονται τα μέλη που ορίζονται από τα διοικητικά συμβούλια των συνδικαλιστικών ενώσεων.
  4. Η καθ' ύλην αρμοδιότητα των πειθαρχικών συμβουλίων δεν μεταβάλλεται από το βαθμό που αποκτά ο παραπεμπόμενος αστυνομικός συνεπεία της αποστρατείας του.

 

Άρθρο: 35

Κωλύματα και λόγοι εξαίρεσης των μελών Πειθαρχικών Συμβουλίων

 

 

  1. Κωλύεται να είναι μέλος πειθαρχικού συμβουλίου όποιος: α) ενήργησε την Ε.Δ.Ε. για την υπόθεση, που πρόκειται να εκδικασθεί. β) γνωμάτευσε για την παραπομπή του εγκαλουμένου στο συμβούλιο. γ) εμπίπτει στα κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 28 ή ενήργησε ή συμμετείχε σε οποιαδήποτε πράξη της σχετικής προδικασίας. δ) έχει τιμωρηθεί έστω και σε πρώτο βαθμό με πειθαρχική ποινή προστίμου και άνω. ε) μετείχε στη σύνθεση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου που εκδίκασε την ίδια υπόθεση και (στ) 'Εχει κριθεί δυσμενώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του π.δ. 24/1997 (Α'-29) κατά την τελευταία δεκαετία.
  2. Τα ανωτέρω κωλύματα συνιστούν και λόγους εξαίρεσης.
  3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται για τα μέλη του ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

Άρθρο: 36

Δικαιοδοσία Πειθαρχικών Οργάνων

 

  1. Τα πειθαρχικά συμβούλια επιβάλλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή στους αστυνομικούς που παραπέμπονται σ' αυτά.
  2. Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα επιβάλλουν τις κατώτερες πειθαρχικές ποινές της Επίπληξης και του προστίμου ως ακολούθως:

α) Ο Υπουργός και ο Υφυπουργός Εσωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης και ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας πρόστιμο μέχρι τρεις (3) μηνιαίους βασικούς μισθούς (Μ.Β.Μ.).

β) Οι ανώτατοι αξιωματικοί πρόστιμο μέχρι δύο (2) Μ.Β.Μ.

γ) Οι ανώτεροι αξιωματικοί πρόστιμο μέχρι ένα (1) Μ.Β.Μ. και

δ) Οι κατώτεροι αξιωματικοί πρόστιμο μέχρι (1/2) του Μ.Β.Μ.

 

  1. Οι Αξιωματικοί που φέρουν το βαθμό Υπαστυνόμου Α' και Υπαστυνόμου Β' επιβάλλουν την ποινή του προστίμου σε αξιωματικούς, εφόσον ασκούν διοίκηση.
  2. Την ποινή της επίπληξης επιβάλλουν και οι Ανθυπαστυνόμοι και Αρχιφύλακες που ασκούν διοίκηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΜΟΝΟΜΕΛΗ ΟΡΓΑΝΑ

 


Άρθρο: 37

Διαδικασία μετά από απευθείας κλήση σε απολογία

 

 

  1. Σε περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη έχει ασκηθεί με απ' ευθείας κλήση προς απολογία από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μέχρι και το βαθμό του Υποστρατήγου, αυτός που άσκησε τη δίωξη προβαίνει μετά το πέρας της σχετικής προδικασίας στις ακόλουθες ενέργειες: α) Αν κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά, που αποδόθηκαν στον εγκαλούμενο δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή ότι γι' αυτά δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής ποινής λόγω παραγραφής ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του. Η πράξη της αρχειοθέτησης με τη σχετική αλληλογραφία υποβάλλεται ιεραρχικά στο αρμόδιο για την επικύρωση της ποινής πειθαρχικό όργανο, που είτε επικυρώνει την αρχειοθέτηση είτε επιβάλλει ποινή. β) Αν κρίνει ότι στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, επιβάλλει την προσήκουσα πειθαρχική ποινή με αιτιολογημένη απόφασή του την οποία, μαζί με τη σχετική αλληλογραφία, υποβάλλει ιεραρχικά στο αρμόδιο για τον έλεγχο των ποινών πειθαρχικό όργανο. Στην περίπτωση αυτή συντάσσει πίνακα ποινής που συνυποβάλλεται στο αρμόδιο για τον έλεγχο των ποινών πειθαρχικό όργανο και περιλαμβάνει το βαθμό, τον αριθμό μητρώου, το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο του τιμωρηθέντος, το αιτιολογικό και το είδος της ποινής και σε περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου το ύψος αυτού, καθώς και τη σχετική διάταξη που προβλέπει το παράπτωμα. γ) Αν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του, υποβάλει τη σχετική αλληλογραφία ιεραρχικά στο αρμόδιο για τον έλεγχο των ποινών πειθαρχικό όργανο, που αποφασίζει σχετικά.
  2. Σε περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη με απευθείας κλήση σε απολογία ασκήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, τον Υφυπουργό Εσωτερικών, το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, τον Αρχηγό και τους Αντιστρατήγους της Ελληνικής Αστυνομίας, αυτοί : α) Αν κρίνουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφ. α' της προηγουμένης παραγράφου θέτουν την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη. β) Αν κρίνουν ότι στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο έχουν πειθαρχική δικαιοδοσία, επιβάλλουν με αιτιολογημένη απόφασή τους την προσήκουσα πειθαρχική ποινή και γ) Αν κρίνουν ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, διατάσσουν τη διενέργεια Ε.Δ.Ε.

 

Άρθρο: 38

Διαδικασία μετά την Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση (Π.Δ.Ε.)

 

Σε περίπτωση διενέργειας Π.Δ.Ε., μετά το πέρας της σχετικής προδικασίας, ο αρμόδιος να αποφασίσει σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 31, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες :

  1. Αν κρίνει ότι τα προκύπτοντα από την Π.Δ.Ε. πραγματικά περιστατικά συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα, που επισύρει: α. κατώτερη πειθαρχική ποινή και ο εγκαλούμενος δεν έχει κληθεί σ' απολογία από τον ενεργήσαντα την εξέταση κατά το άρθρο 24, καλεί αυτόν σε απολογία σύμφωνα με το άρθρο 25 και ενεργεί περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 37 και β. ανώτερη πειθαρχική ποινή, διατάσσει αν είναι αρμόδιος τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 26 άλλως υποβάλλει τον σχετικό φάκελο στον αρμόδιο σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 22 για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης.
  2. Αν κρίνει ότι ο αστυνομικός τον οποίο αφορά η Π.Δ.Ε. δεν τέλεσε πειθαρχικό παράπτωμα ή ότι δεν μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή λόγω παραγραφής ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη απόφασή του.
  3. Σε περίπτωση που ο αρμόδιος κατά τα ανωτέρω φέρει βαθμό κατώτερο του Αστυνομικού Διευθυντή, υποβάλλει ιεραρχικά την πράξη αρχειοθέτησης με τη σχετική δικογραφία στο Διευθυντή της προϊστάμενης Αστυνομικής Διεύθυνσης ή εξομοιούμενης μ' αυτή Υπηρεσίας, ο οποίος εγκρίνει την αρχειοθέτηση ή ασκεί πειθαρχική δίωξη.
  4. Για την Π.Δ.Ε. που έχει αντικείμενο τις περιπτώσεις των εδαφίων β' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ο κατά τα ανωτέρω αρμόδιος αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν προέκυψε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα και για το αντικείμενο αυτό. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως.


Άρθρο: 39

Διαδικασία μετά την Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.)

 

 

  1. Μετά το πέρας της Ε.Δ.Ε., οι κατά το άρθρο 31 αρμόδιοι εντός τριών (3) μηνών από την περιέλευση της δικογραφίας στην υπηρεσία τους και κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 και του εδαφ. ια' της παρ. 1 του άρθρου 11 εντός σαράντα πέντε (45) ημερών, εκτιμώντας τα περιστατικά που βεβαιώθηκαν από την Ε.Δ.Ε. προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες: α) Αν κρίνουν ότι δεν τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα θέτουν την υπόθεση στο αρχείο, που ανασύρεται μόνο στην περίπτωση που προκύψουν νεότερα επιβαρυντικά στοιχεία. β) Αν κρίνουν ότι τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή, επιβάλλουν με απόφασή τους την ποινή αυτή, χωρίς να απαιτείται νέα κλήση σε απολογία του εγκαλουμένου. γ) Αν κρίνουν ότι τελέσθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή, παραπέμπουν τον εγκαλούμενο στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο με σχετική διαταγή που περιλαμβάνει: (1) τα στοιχεία του εγκαλουμένου (βαθμός, αριθμός μητρώου, επώνυμο, όνομα και πατρώνυμο). (2) πλήρη και ακριβή προσδιορισμό της πράξης που στοιχειοθετεί το αποδιδόμενο στον αστυνομικό πειθαρχικό παράπτωμα και τα τυχόν ειδικά περιστατικά ή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε. (3) τις διατάξεις που προβλέπουν το πειθαρχικό παράπτωμα.

(4) τον τόπο και χρόνο τέλεσης της πράξης και

(5) το σχετικό ερώτημα επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το συμβούλιο.

  1. Στην περίπτωση που η Ε.Δ.Ε. αφορά τον Αρχηγό του Σώματος, ο Υπουργός Εσωτερικών, εκτιμώντας τα στοιχεία που προέκυψαν, θέτει την πειθαρχική δικογραφία στο αρχείο ή εισηγείται στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.), την αποστρατεία του.
  2. Η διαταγή παραπομπής ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου δεν ανακαλείται.
  3. Αντίγραφο της διαταγής παραπομπής με την πειθαρχική δικογραφία, το ατομικό βιβλιάριο του εγκαλουμένου και κάθε άλλο στοιχείο που σχετίζεται με την υπόθεση διαβιβάζονται στον πρόεδρο του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου.
  4. Για τις Ε.Δ.Ε. της παρ. 2 του άρθρου 27, ο κατά τα ανωτέρω αρμόδιος αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν προέκυψε ή όχι πειθαρχικό παράπτωμα και για το αντικείμενο της Ε.Δ.Ε..
  5. Οι τασσόμενες από το παρόν άρθρο προθεσμίες είναι ενδεικτικές, όμως η χωρίς αποχρώντα λόγο παραβίασή τους συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

 

Άρθρο: 40

Έλεγχος Κατώτερων Πειθαρχικών Ποινών

  1. Οι αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων με τις οποίες επιβάλλονται κατώτερες πειθαρχικές ποινές, υποβάλλονται προς έλεγχο στα ιεραρχικώς προϊστάμενα όργανα, ως ακολούθως: α) Οι αποφάσεις, με τις οποίες επιβάλλονται κατώτερες πειθαρχικές ποινές σε ανθυπαστυνόμους, αρχιφύλακες και αστυφύλακες, ελέγχονται από το διευθυντή ή το διοικητή της Υπηρεσίας στην οποία υπάγεται αυτός που επέβαλε την ποινή, εκτός εάν η ποινή επιβλήθηκε από αυτούς, οπότε ελέγχονται από τον προϊστάμενο της αμέσως ιεραρχικά ανώτερης Υπηρεσίας. Κατ' εξαίρεση, δεν ελέγχονται οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται οι ανωτέρω ποινές από αξιωματικούς με το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή και άνω. β) Οι αποφάσεις, με τις οποίες επιβάλλονται ποινές σε κατώτερους αξιωματικούς, ελέγχονται από το διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης Αστυνομίας ή εξομοιούμενης μ' αυτήν Υπηρεσίας, εκτός εάν η ποινή επιβλήθηκε από αυτούς, οπότε ελέγχονται από τον προϊστάμενο της αμέσως ιεραρχικά ανώτερης Υπηρεσίας. Κατ' εξαίρεση δεν ελέγχονται οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται οι ανωτέρω ποινές από αξιωματικούς με βαθμό Ταξιάρχου και άνω. γ) Οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται ποινές σε ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς, ελέγχονται ως εξής: (1) Από τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές ή από τους Διευθυντές ισότιμων Υπηρεσιών, αν αφορούν Αστυνομικούς Υποδιευθυντές και Αστυνόμους Α' και επιβλήθηκαν από αξιωματικούς που υπηρετούν σε υπηρεσίες της δικαιοδοσίας τους. (2) Από τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας, αν αφορούν Αστυνομικούς Υποδιευθυντές και Αστυνόμους Α' και επιβλήθηκαν από αξιωματικούς του Αρχηγείου, των αυτοτελών κεντρικών υπηρεσιών, των ασφαλιστικών φορέων του αστυνομικού προσωπικού και τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές ή Διευθυντές ισότιμων Υπηρεσιών και (3) Από τον Αρχηγό της Αστυνομίας αν αφορούν ανώτατους αξιωματικούς ή Αστυνομικούς Διευθυντές.
  2. Οι αποφάσεις, που επιβάλλουν κατώτερες πειθαρχικές ποινές στο αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στο Υπουργείο Εσωτερικών, και σε άλλες υπηρεσίες εκτός της Ελληνικής Αστυνομίας, ελέγχονται από τον Προϊστάμενο του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρωπίνου Δυναμικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
  3. Αν εκείνος που επέβαλλε την ποινή υπηρετεί σε Υπηρεσία της οποίας προΐσταται πολιτικός υπάλληλος, ο έλεγχος διενεργείται από τον αρχαιότερο αξιωματικό της Υπηρεσίας αυτής, εκτός εάν την ποινή επέβαλε ο ίδιος, οπότε ενεργείται από τον προϊστάμενο αξιωματικό της αμέσως ιεραρχικά ανώτερης Υπηρεσίας.
  4. Δεν υπόκεινται σε έλεγχο οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται κατώτερες πειθαρχικές ποινές από τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εσωτερικών, το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας και τους Αντιστρατήγους, όταν από τους τελευταίους επιβάλλονται στο αστυνομικό προσωπικό μέχρι το βαθμό του Αστυνομικού Υποδιευθυντή.
  5. Στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλονται οι ανωτέρω ποινές υποβάλλονται για έλεγχο, οι προϊστάμενοι των τυχόν ενδιαμέσων υπηρεσιακών κλιμακίων διατυπώνουν τη γνώμη τους σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή, χωρίς να μεταβάλλουν το αιτιολογικό ή το νομικό χαρακτηρισμό του παραπτώματος. Σε περίπτωση διαφωνίας η γνώμη αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
  6. Τα αρμόδια για τον έλεγχο της ποινής όργανα :

α) Εξετάζουν αν για την επιβολή της ποινής τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του παρόντος και αν η επιβληθείσα ποινή αιτιολογείται επαρκώς, δικαιούμενοι να ενεργήσουν ή να διατάξουν την ενέργεια σχετικής έρευνας για την εξακρίβωση περιστατικού προς διαμόρφωση πληρέστερης γνώμης ή την ενέργεια Ε.Δ.Ε. αν κρίνουν ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ανώτερη πειθαρχική ποινή. β) Επικυρώνουν με απόφασή τους την επιβληθείσα ποινή αν συμφωνούν με το είδος, το ύψος και το αιτιολογικό της και γ) Επαυξάνουν, μειώνουν ή αίρουν την επιβληθείσα ποινή ή τροποποιούν το αιτιολογικό της απόφασης ή το νομικό χαρακτηρισμό του παραπτώματος με αιτιολογημένη απόφασή τους σε περίπτωση διαφωνίας. Σε περίπτωση που ο πειθαρχικός φάκελος χρήζει συμπλήρωσης, παραγγέλλεται η συμπλήρωσή του προς πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης.

  1. Στις περιπτώσεις των εδαφίων β' και γ' της προηγουμένης παραγράφου, η σχετική απόφαση και η αιτιολογία της συντάσσονται επί του πίνακα επιβολής της ποινής.
  2. Η μετά από έλεγχο απόφαση, με την οποία επικυρώνεται, επαυξάνεται ή μειώνεται η πειθαρχική ποινή, επιδίδεται στον εγκαλούμενο και συντάσσεται σχετικό αποδεικτικό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ


Άρθρο: 41

Δικαιώματα εγκαλουμένου ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου

 

 

  1. Ο εγκαλούμενος που παραπέμπεται ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου δικαιούται:

α) Να παρίσταται με δύο το πολύ συνηγόρους κατά την ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασία.

β) Να ζητήσει εγγράφως με δαπάνες του τη χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού πορίσματος, πλην εκείνων τα οποία από ειδικές διατάξεις χαρακτηρίζονται ως απόρρητα. Στην τελευταία περίπτωση χορηγούνται μόνο τα στοιχεία εκείνα που αφορούν την κρινόμενη υπόθεσή του.

γ) Να εμφανίσει ενώπιον του συμβουλίου με μέριμνα και δαπάνες του μάρτυρες υπεράσπισης, από τους οποίους το συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει τουλάχιστον τρεις και

δ) Να ζητήσει την εξαίρεση τόσων μόνο τακτικών και αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, ώστε να είναι δυνατή η συγκρότησή του.

  1. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στα εδάφια β' και δ' της προηγούμενης παραγράφου, ασκούνται από τον εγκαλούμενο εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση σ' αυτόν της παραπεμπτικής διαταγής. Αν όμως ο λόγος εξαίρεσης έγινε γνωστός ή ανέκυψε μεταγενέστερα, η αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί και μετά την ανωτέρω προθεσμία.

 


Άρθρο: 42

Διαδικασία σε περίπτωση δήλωσης κωλύματος και αίτησης εξαίρεσης μελών πειθαρχικού συμβουλίου

  1. Το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται στον τόπο και τον χρόνο που ορίζεται από τον Πρόεδρο.
  2. Μέλος του συμβουλίου για το οποίο συντρέχει κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 35 υποχρεούται πριν από την έναρξη της συνεδρίασης να το γνωστοποιήσει εγγράφως στον πρόεδρο του συμβουλίου, εκθέτοντας τους λόγους και επισυνάπτοντας τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Το συμβούλιο, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5, αποφασίζει για την ύπαρξη ή μη του κωλύματος.
  3. Ο εγκαλούμενος υποβάλει στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου εγγράφως την αίτηση εξαίρεσης κατά μελών του πειθαρχικού συμβουλίου στην οποία, με ποινή απαραδέκτου, πρέπει να διαλαμβάνονται οι λόγοι εξαίρεσης και να προσκομίζονται αμέσως τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση απέχουν προσωρινά από τις εργασίες του συμβουλίου επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας και αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη μόνο για την εκδίκαση της αίτησης.
  4. Το συμβούλιο, συγκροτούμενο κατά τα ανωτέρω, αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης πριν από τη συνεδρίαση για την εκδίκαση της υπόθεσης. Η αίτηση που αφορά αναπληρωματικό μέλος εξετάζεται μόνο στην περίπτωση που το μέλος αυτό μετέχει στη σύνθεση του συμβουλίου.
  5. Στην περίπτωση που η αίτηση εξαίρεσης γίνει δεκτή, το μέλος που εξαιρείται απέχει από τις εργασίες του συμβουλίου και αντικαθίσταται από το αντίστοιχο αναπληρωματικό, άλλως το συμβούλιο εκδικάζει την υπόθεση με την αρχική του σύνθεση. Για τη συζήτηση της αίτησης συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο καταχωρείται και η σχετική απόφαση του συμβουλίου.
  6. Η από πρόθεση αποσιώπηση κωλύματος ή η ψευδής επίκληση αυτού από μέλος του συμβουλίου και η από πρόθεση επίκληση ψευδούς λόγου εξαίρεσης από τον εγκαλούμενο, συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα, χωρίς να αποκλείεται και η εφαρμογή του άρθρου 254 Π.Κ.

 

Άρθρο: 43

Προπαρασκευαστική διαδικασία

  1. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου μετά τη λήψη της παραπεμπτικής διαταγής και της πειθαρχικής δικογραφίας προβαίνει αμέσως στις ακόλουθες ενέργειες: α) Προσδιορίζει με πράξη του τη δικάσιμο και συγκαλεί το συμβούλιο σε συνεδρίαση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. β) Μεριμνά για την επίδοση της παραπεμπτικής διαταγής και της απόφασης συγκρότησης του συμβουλίου στον εγκαλούμενο, τον οποίο καλεί με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, τουλάχιστον πριν πέντε (5) ημέρες από της συνεδριάσεως, να παραστεί στη συνεδρίαση και να απολογηθεί, γνωστοποιώντας σ' αυτόν τα αναφερόμενα στο άρθρο 41 δικαιώματα. Σε περίπτωση που ο εγκαλούμενος κρατείται σε φυλακή ζητείται η ενώπιον του συμβουλίου μεταγωγή του. γ) Κοινοποιεί την παραπεμπτική διαταγή και τη δικάσιμο στα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου και δ) Καλεί τους κατά την κρίση του ουσιώδεις μάρτυρες και αν αυτοί διαμένουν μακριά από την έδρα του συμβουλίου και δεν έχουν εξετασθεί, ζητεί αν το κρίνει αναγκαίο, την ένορκη εξέτασή τους από την κατά τόπο αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, αναβάλλοντας κατά την κρίση του την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι δεκαπέντε (15) το πολύ ημέρες.
  2. Σε περίπτωση που έχει υποβληθεί αίτηση εξαίρεσης κατά μέλους του συμβουλίου, ο πρόεδρος την διαβιβάζει σ' αυτό προκειμένου, πριν την έναρξη της συνεδριάσεως, εκφέρει εγγράφως τις απόψεις του σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους εξαίρεσης.
  3. Στη γραμματεία των συμβουλίων τηρείται:

α) Βιβλίο εισερχομένων υποθέσεων, στο οποίο καταχωρίζονται ο αριθμός της παραπεμπτικής διαταγής, περιληπτικά το πειθαρχικό παράπτωμα, τα στοιχεία του παραπεμπομένου και η δικάσιμος και β) Βιβλίο δικασίμων, στο οποίο καταχωρίζονται ο αριθμός της παραπεμπτικής διαταγής, τα στοιχεία του παραπεμπόμενου, η δικάσιμος και η ληφθείσα απόφαση.


Άρθρο: 44

Ακροαματική διαδικασία

 

 

  1. Η συνεδρίαση του συμβουλίου γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Με την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος καλεί τον εγκαλούμενο να παρουσιασθεί ενώπιον του συμβουλίου και εκφωνεί τον κατάλογο των μαρτύρων. Κατά τη συνεδρίαση παρίσταται μόνο ο εγκαλούμενος, άοπλος, με τον τυχόν συνήγορό του μέχρι το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και ο εκάστοτε εξεταζόμενος μάρτυρας. Τον συνήγορο διορίζει ο εγκαλούμενος με έγγραφη ή προφορική δήλωσή του που καταχωρείται στα πρακτικά.
  2. Η διαδικασία διευθύνεται από τον πρόεδρο και διεξάγεται προφορικά.
  3. Η συνεδρίαση διακόπτεται μόνο για την κλήτευση και εμφάνιση ουσιώδους μάρτυρα, την εξακρίβωση ουσιώδους γεγονότος και την αναψυχή των μελών του συμβουλίου. Η διακοπή αυτή, η οποία αποφασίζεται από το συμβούλιο, περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο για κάθε περίπτωση χρόνο και γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά.
  4. Στην περίπτωση που ο νομίμως κλητευθείς εγκαλούμενος δεν εμφανισθεί ενώπιον του συμβουλίου η διαδικασία διεξάγεται κανονικά, εκτός εάν η μη εμφάνισή του οφείλεται κατά την κρίση του συμβουλίου σε ανυπέρβλητο κώλυμα ή ανώτερη βία, που έχουν γνωστοποιηθεί μέχρι την έναρξη της συνεδριάσεως στο συμβούλιο, οπότε με απόφασή του αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης σε νέα δικάσιμο, που ορίζεται εντός δέκα πέντε (15) ημερών.
  5. Ο πρόεδρος ανακοινώνει στον εγκαλούμενο την απόφαση που έχει εκδοθεί σε τυχόν αίτημα εξαίρεσης. Στη συνέχεια με εντολή του ο εισηγητής αναγιγνώσκει την παραπεμπτική διαταγή και τα κατά την κρίση του προέδρου ουσιώδη έγγραφα που υπάρχουν ή προσκομίζονται από τον εγκαλούμενο. Μετά από αίτηση μέλους του συμβουλίου ή του εγκαλουμένου αναγιγνώσκονται ορισμένα ή και όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο και δεν έχουν αναγνωσθεί, ως και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τον εγκαλούμενο, αν κατά την κρίση του προέδρου αυτά είναι ουσιώδη για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Σε περίπτωση άρνησης του προέδρου για την ανάγνωση εγγράφων, αποφασίζει το συμβούλιο μετά από αίτημα μέλους του συμβουλίου ή του εγκαλουμένου.
  6. Μετά την ανάγνωση των εγγράφων ο πρόεδρος καλεί προς εξέταση τους μάρτυρες. Σε περίπτωση μη εμφάνισης μάρτυρα, αναγιγνώσκεται η τυχόν δοθείσα ένορκη κατάθεσή του στην προδικασία, εκτός αν το συμβούλιο κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαία η εμφάνισή του, οπότε αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο εντός δέκα πέντε (15) ημερών, στην οποία καλούνται προφορικά να προσέλθουν οι μάρτυρες και ο εγκαλούμενος, που είναι παρόντες. Η προφορική αυτή κλήση καταχωρείται στα πρακτικά και υπέχει θέση νόμιμης κλήτευσης.
  7. Το συμβούλιο μπορεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας να καλεί και να εξετάζει τους από τη διαδικασία προκύψαντες ουσιώδεις μάρτυρες, αν είναι εφικτή η άμεση προσέλευσή τους, άλλως διακόπτεται η συνεδρίαση για να κλητευθούν για άλλη ημέρα, όχι όμως πέραν των δέκα (10) ημερών.
  8. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως από τον πρόεδρο. Τα μέλη του συμβουλίου, ο εγκαλούμενος και ο συνήγορός του μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις στο μάρτυρα, αφού λάβουν το λόγο από τον πρόεδρο. Η εξέταση των μαρτύρων μπορεί να γίνει και κατ' αντι-παράσταση με άλλους μάρτυρες. Ο μάρτυρας κατά τη διάρκεια της εξέτασής του δεν διακόπτεται, εκτός εάν εξέρχεται από το θέμα, αποχωρεί δε μετά την εξέτασή του από την αίθουσα συνεδρίασης και παραμένει στη διάθεση του συμβουλίου μέχρι το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, εκτός εάν επιτραπεί σ' αυτόν από τον πρόεδρο να αποχωρήσει.
  9. Μετά την εξέταση των μαρτύρων καλείται να απολογηθεί ο εγκαλούμενος. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του δεν διακόπτεται εκτός εάν εξέρχεται από το θέμα. Μετά το πέρας της απολογίας ο πρόεδρος, τα μέλη του συμβουλίου και ο συνήγορος δια του προέδρου μπορούν να απευθύνουν σ' αυτόν ερωτήσεις. Ο εγκαλούμενος απαντά σ' αυτές χωρίς να συνεννοείται προηγουμένως με το συνήγορό του.
  10. Ο εγκαλούμενος κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να συνεννοείται με το συνήγορό του, ο οποίος δεν δικαιούται να απαντά αντί του εγκαλουμένου στις προς αυτόν απευθυνόμενες ερωτήσεις.
  11. Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ο συνήγορος του εγκαλουμένου λαμβάνει το λόγο από τον πρόεδρο και εκθέτει τις απόψεις του. Στη συνέχεια ο πρόεδρος κηρύσσει περαιωμένη την αποδεικτική διαδικασία καλώντας τον εγκαλούμενο και το συνήγορό του να αποχωρήσουν από την αίθουσα.
  12. Οποιαδήποτε διαφωνία μεταξύ του προέδρου και των λοιπών παραγόντων της πειθαρχικής δίκης επιλύεται με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου.

 

 


Άρθρο: 45

Διάσκεψη του Συμβουλίου

 

 

  1. Αμέσως μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας το συμβούλιο διασκέπτεται για την έκδοση απόφασης. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης τα μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να επικοινωνούν με άλλα πρόσωπα.
  2. Οι αποφάσεις καταρτίζονται από τις ψήφους των μελών του συμβουλίου με φανερή ψηφοφορία. Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτιμούν ελεύθερα τις αποδείξεις και η απόφασή τους πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται στα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά. Ο πρόεδρος του συμβουλίου καλεί τα μέλη να αποφανθούν αν αποδείχτηκαν ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τα κατά την παραπεμπτική διαταγή πειθαρχικά παραπτώματα. Σε καταφατική περίπτωση το συμβούλιο αποφαίνεται αν αυτά συνιστούν τα αποδιδόμενα με την παραπεμπτική διαταγή πειθαρχικά παραπτώματα ή συνιστούν, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα και τέλος για την επιβλητέα, ανάλογα με τον νομικό χαρακτηρισμό, πειθαρχική ποινή. Ο Πρόεδρος συγκεντρώνει τις ψήφους των μελών αρχίζοντας από το νεότερο κατά βαθμό ενώ ο ίδιος ψηφίζει τελευταίος. Στην καταδικαστική απόφαση πρέπει να εκτίθενται σαφώς τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος. Στην περίπτωση που δεν αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία παραπέμφθηκε ο εγκαλούμενος, το πειθαρχικό συμβούλιο τον απαλλάσσει.
  3. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία. Αν δεν σχηματισθεί πλειοψηφία, για την επίτευξή της εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία: α) Αν σχηματισθούν τρεις διαφορετικές γνώμες, ο έχων τη μεμονωμένη γνώμη οφείλει να προσχωρήσει σε μια από τις υπόλοιπες γνώμες. Σε περίπτωση που το συμβούλιο εκδικάζει με τριμελή σύνθεση και σχηματισθούν τρεις διαφορετικές γνώμες, ο έχων την ευμενέστερη για τον εγκαλούμενο γνώμη οφείλει να προσχωρήσει σε μια από τις υπόλοιπες γνώμες. β) Αν σχηματισθούν τέσσερις διαφορετικές γνώμες, ο καθένας απ' αυτούς που έχουν μεμονωμένες ακραίες γνώμες, οφείλει να προσχωρήσει είτε στην ενδιάμεση μεταξύ αυτών μεμονωμένη γνώμη είτε στην σχετικώς πλειοψηφούσα γνώμη. Αν και πάλι δεν σχηματισθεί πλειοψηφία εφαρμόζεται η διάταξη του εδαφίου α' , και γ) Αν σχηματισθούν πέντε διαφορετικές γνώμες, ο καθένας απ' αυτούς που έχουν τις δύο ακραίες γνώμες, οφείλει να προσχωρήσει σε μια εκ των τριών υπολοίπων γνωμών. Αν και πάλι δεν σχηματισθεί πλειοψηφία, εφαρμόζεται η διάταξη του εδαφίου α'.
  4. Ο πρόεδρος του συμβουλίου μετά τη λήψη της απόφασης καταχωρεί αυτή στο βιβλίο δικασίμων, θέτοντας στην οικεία στήλη την υπογραφή και την ατομική του σφραγίδα ο δε εγκαλούμενος μπορεί ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του, μετά τη λήξη των εργασιών του συμβουλίου, να πληροφορείται από τη γραμματεία την απόφαση αυτή.

 

 

 

 


Άρθρο: 46

Πρακτικό Πειθαρχικού Συμβουλίου

  1. Για την ενώπιον του συμβουλίου διαδικασία και τη λήψη της απόφασης τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα του συμβουλίου, πρόχειρο πρακτικό συνεδρίασης, με βάση το οποίο συντάσσεται και το πρακτικό της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από όλα τα μέλη του συμβουλίου που μετείχαν στη διαδικασία.
  2. Το πρακτικό περιλαμβάνει:

α) τον τόπο και τον χρόνο της συνεδρίασης.

β) την απόφαση συγκρότησης του συμβουλίου, τα ονοματεπώνυμα και το βαθμό των μελών αυτού και σε περίπτωση αναπλήρωσης τακτικού μέλους το λόγο αναπλήρωσής του. γ) το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του εγκαλουμένου, τα στοιχεία και τον αριθμό μητρώου του τυχόν παρισταμένου συνηγόρου, μνεία των εγγράφων που κατατέθηκαν και των αιτημάτων που υποβλήθηκαν. δ) Την παραπεμπτική διαταγή (αριθμός, ημερομηνία και το όργανο που την εξέδωσε). ε) Τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο-κατοικία) των ενώπιον αυτού εξετασθέντων μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, των διορισθέντων διερμηνέων, με μνεία της όρκισης αυτών και των τεχνικών συμβούλων. στ) Συνοπτικά τις καταθέσεις των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, την απολογία του εγκαλουμένου και τη θέση του συνηγόρου σχετικά με την τέλεση ή όχι του πειθαρχικού παραπτώματος και την επιβλητέα ποινή. ζ) Την απόφαση του Συμβουλίου, τα ονόματα των μελών της τυχόν μειοψηφίας , τον αριθμό των ψήφων μειοψηφίας της πλειοψηφίας και σε κάθε περίπτωση την αιτιολογία αυτής και η) Συνοπτική περιγραφή των όσων έλαβαν χώρα κατά τη συζήτηση.

  1. Η παράλειψη στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά προκύπτουν από το φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης ή δεν επέφεραν βλάβη στον εγκαλούμενο.

 

Άρθρο: 47

Γραμματεία πειθαρχικών συμβουλίων

 

Η γραμματειακή υποστήριξη των πειθαρχικών συμβουλίων καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

ΣΧΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΠΡΟΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗ


Άρθρο: 48

Σχέση πειθαρχικής προς ποινική δίκη

 

 

  1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
  2. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου.
  3. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, όμως οι αρμόδιοι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 22 να ασκήσουν την πειθαρχική δίωξη και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μπορούν με απόφασή τους, που ανακαλείται ελευθέρως, να διατάξουν αν το κρίνουν αναγκαίο, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται αναστολή όταν το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας. Ο χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και είναι ανεξάρτητος από το χρόνο αναστολής, που προβλέπεται από το άρθρο 7.

 

Άρθρο: 49

Επανάληψη πειθαρχικής δίκης

 

  1. Σε περίπτωση που μετά την πειθαρχική απόφαση, με την οποία απηλλάγη ο αστυνομικός ή επιβλήθηκε σ' αυτόν κατώτερη πειθαρχική ποινή ή ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει ποινή απόταξης ή αργίας με απόλυση, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη για τυχόν επιβολή των ποινών αυτών. Σε περίπτωση όμως που έχει επιβληθεί ποινή αργίας με απόλυση αλλά από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει την ποινή της απόταξης, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη για τυχόν επιβολή της ποινής αυτής.
  2. Σε περίπτωση που μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη για την οποία διώχθηκε πειθαρχικά ο αστυνομικός, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Στην περίπτωση αυτή αν επιβληθεί πειθαρχική ποινή δεν μπορεί να είναι βαρύτερη από την αρχικώς επιβληθείσα.
  3. Σε περίπτωση συρροής πειθαρχικών παραπτωμάτων, η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται μόνο για τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αυτά αναφέρονται στην καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή το απαλλακτικό βούλευμα. Στη συνέχεια το πειθαρχικό όργανο επιβάλει νέα πειθαρχική ποινή λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συρρέοντα πειθαρχικά παραπτώματα.
  4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση
  5. Η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης στην περίπτωση της παραγράφου 1 είναι υποχρεωτική και διατάσσεται από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας αν αφορά Αντιστρατήγους και από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας σε κάθε άλλη περίπτωση, οι οποίοι και εισάγουν την υπόθεση για εκδίκαση στον αρμόδιο πειθαρχικό όργανο. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται μόνο μετά από αίτηση του εγκαλουμένου και η σχετική υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση είτε με την απευθείας υποβολή της αίτησής του στο αρμόδιο μονομελές πειθαρχικό όργανο που είχε επιβάλλει την πειθαρχική ποινή είτε με την παραπομπή της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο από εκείνον που είχε διατάξει την αρχική παραπομπή.
  6. H επανάληψη της πειθαρχικής δίκης σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ζητηθεί μετά την παρέλευση έτους από την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ή του απαλλακτικού βουλεύματος.

 

Άρθρο: 50

Συνεκδίκαση

  1. Όταν εκκρεμούν πειθαρχικές διώξεις κατά του ιδίου εγκαλουμένου για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν κατώτερη πειθαρχική ποινή, το κατά βαθμό ανώτερο πειθαρχικό όργανο μπορεί να ζητήσει την υποβολή σ' αυτό των σχετικών υποθέσεων προς συνεκδίκαση και επιβολή μίας ποινής.
  2. Σε περίπτωση που παραπέμπονται περισσότεροι από ένας αστυνομικοί σε πειθαρχικό συμβούλιο, η εκδίκαση των παραπτωμάτων τους γίνεται για όλους από το συμβούλιο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση του παραπτώματος του κατά βαθμό ανωτέρου αστυνομικού, εκτός εάν αυτός υπάγεται στην αρμοδιότητα των συμβουλίων των εδαφίων γ' και δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 34, οπότε η υπόθεση διαχωρίζεται μόνο ως προς αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ


Άρθρο: 51

Προσφυγή κατά αποφάσεων μονομελών πειθαρχικών οργάνων

 

 

  1. Ο αστυνομικός, ο οποίος τιμωρήθηκε με κατώτερη πειθαρχική ποινή, δικαιούται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα πέντε (15) ημερών από την επίδοση σ' αυτόν της κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 40 απόφασης, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των κατά το άρθρο 52 αρμοδίων πειθαρχικών οργάνων. Δεν υπόκεινται σε προσφυγή οι αποφάσεις του Υπουργού, του Υφυπουργού Εσωτερικών και του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, με τις οποίες επιβάλλονται κατώτερες πειθαρχικές ποινές.
  2. Η προσφυγή υποβάλλεται εγγράφως στην υπηρεσία που υπηρετεί ο προσφεύγων, περιορίζεται μόνο στα απαραίτητα για την υπεράσπιση αυτού ζητήματα και διαβιβάζεται ιεραρχικά στο κατά τις διατάξεις του επομένου άρθρου αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για την εκδίκασή της. Οι περιεχόμενες στην προσφυγή προσβλητικές εκφράσεις, κρίσεις ή σχόλια σε βάρος αστυνομικών ή της Υπηρεσίας, μη αναγκαίες για την υπεράσπιση του προσφεύγοντος, αποτελούν πειθαρχικό παράπτωμα, για τη δίωξη του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 25. Ο προσφεύγων δικαιούται να συνυποβάλλει με την προσφυγή μόνο νέα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.
  3. Οι αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων που επιβάλλουν πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό, καθίστανται τελεσίδικες, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης προσφυγής.

Άρθρο: 52

Αρμόδιοι για την εκδίκαση των προσφυγών

 

  1. Αρμόδιοι για την εκδίκαση των προσφυγών είναι:

α) Ο Υφυπουργός Εσωτερικών, για τις ποινές που επέβαλε ή επικύρωσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας. β) Ο Αρχηγός της Αστυνομίας για τις ποινές που επέβαλε ή επικύρωσε ο Υπαρχηγός. γ) Ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας για τις ποινές που επέβαλαν ή επικύρωσαν ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας, καθώς και για τις ποινές που επικύρωσαν ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας. δ) Ο Προϊστάμενος Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας για τις ποινές που επικύρωσαν οι Προϊστάμενοι των Κλάδων και οι Διευθυντές των Υπηρεσιών που εποπτεύονται απ' αυτόν. ε) Οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας για τις ποινές που επικύρωσαν οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές και οι Διευθυντές των Υπηρεσιών που εποπτεύονται απ' αυτούς. στ) Οι Προϊστάμενοι των Κλάδων, οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, ο Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Επισήμων και ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας για τις ποινές που επικύρωσαν οι Διευθυντές των Υπηρεσιών που υπάγονται σ' αυτούς ή εποπτεύονται απ' αυτούς και ζ) Οι Διευθυντές Αστυνομικών Διευθύνσεων και εξομοιουμένων μ' αυτές Υπηρεσιών, για τις ποινές που επικύρωσαν οι υφιστάμενοί τους, οι οποίοι υπηρετούν σε υπηρεσίες της δικαιοδοσίας τους.

  1. Οι αρμόδιοι για την εκδίκαση της προσφυγής εξετάζουν εξ υπαρχής την υπόθεση, χωρίς να μπορούν να καταστήσουν δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Η απόφασή τους επιδίδεται στον προσφεύγοντα και συντάσσεται σχετικό αποδεικτικό.
  2. Κατά την εκδίκαση των προσφυγών δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος.


Άρθρο: 53

Προσφυγή κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων

 

 

  1. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων με τις οποίες επιβάλλεται πειθαρχική ποινή, επιδίδονται στον εγκαλούμενο ο οποίος δικαιούται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση, να ασκήσει προσφυγή στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Ο εγκαλούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή και για τις απαλλακτικές αποφάσεις μέσα στην παραπάνω προθεσμία, εφόσον από την αιτιολογία τους θίγεται χωρίς να είναι αναγκαίο η τιμή και η υπόληψή του. Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων, με τις οποίες επιβάλλεται ποινή προστίμου μέχρι το μισό ενός μηνιαίου βασικού μισθού (1/2 του Μ.Β.Μ.) ή επίπληξης, δεν υπόκεινται σε προσφυγή από τον εγκαλούμενο.
  2. Προσφυγή κατά των αποφάσεων των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων δικαιούται να ασκήσει σε κάθε περίπτωση και το όργανο που παρέπεμψε την υπόθεση στο συμβούλιο, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία που περιήλθε η απόφαση στην Υπηρεσία του.
  3. Οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων καθίστανται τελεσίδικες, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης προσφυγής.
  4. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 40 έως και 46. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο δεν μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του εγκαλουμένου, εάν η προσφυγή ασκήθηκε μόνο απ' αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ -ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΠΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΝ

Άρθρο: 54

Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων-έκτιση ποινών

 

 

  1. Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για τη διοίκηση τα δε αρμόδια κατά περίπτωση όργανα υποχρεούνται, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση των αποφάσεων στην Υπηρεσία τους, να εκδίδουν τις αναγκαίες διοικητικές πράξεις για την εκτέλεσή τους.
  2. Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλουν ποινή, επιδίδονται σ' αυτούς που τιμωρήθηκαν και κοινοποιούνται στις Υπηρεσίες που τηρούν τα ατομικά τους βιβλιάρια για την ενημέρωσή τους και στη Διεύθυνση Διαχείρισης Χρηματικού, εφόσον το είδος της ποινής συνεπάγεται κρατήσεις.
  3. Οι ποινές, που επιβάλλονται από τα πειθαρχικά συμβούλια εκτελούνται ως ακολούθως: α) Η απόταξη με προεδρικό διάταγμα, αν αφορά αξιωματικό και με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, αν αφορά τους λοιπούς Αστυνομικούς και β) Οι λοιπές ποινές:

(1) Με απόφαση του Υπουργού, αν επιβάλλονται σε Αντιστρατήγους.

(2) Με απόφαση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας, αν επιβάλλονται σε Υποστρατήγους. (3) Με απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, αν επιβάλλονται στους λοιπούς Αξιωματικούς και (4) Με απόφαση του Προϊσταμένου του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, αν επιβάλλονται σε Ανθυπαστυνόμους, Αρχιφύλακες και Αστυφύλακες.

  1. Η ποινή των αργιών εκτίεται στον τόπο διαμονής του τιμωρημένου ή κατόπιν αιτήσεως αυτού σε άλλο τόπο που ορίζεται από: α) Τον Αρχηγό του Σώματος, αν αφορά ανώτατο αξιωματικό.

β) Τον Προϊστάμενο του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, αν αφορά το αστυνομικό προσωπικό των Διευθύνσεων του Αρχηγείου, των αυτοτελών κεντρικών Υπηρεσιών, της Διεύθυνσης Εξωτερικής Φρουράς Φυλακών και Σωφρονιστικών Καταστημάτων και των Υπηρεσιών των ασφαλιστικών φορέων του αστυνομικού προσωπικού και γ) Τους Γενικούς Αστυνομικούς Διευθυντές, το Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Επισήμων και το Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, αν αφορά αστυνομικούς που ανήκουν σε υπηρεσίες δικαιοδοσίας τους.

  1. Η έκτιση της ποινής των αργιών μπορεί να συντρέχει με αναρρωτική άδεια ή οποιαδήποτε άλλη αποχή από τα καθήκοντα για λόγους υγείας, ανεξάρτητα αν οι καταστάσεις αυτές προκύψουν πριν ή μετά την έναρξη έκτισης της αργίας. Στις περιπτώσεις αυτές ο αστυνομικός θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αναρρωτικής άδειας ή αποχής από τα καθήκοντα για λόγους υγείας, υφίσταται όμως και τις συνέπειες της αργίας.
  2. Αν εκείνος, που τιμωρήθηκε με αργία, εκτίει ποινή αργίας για άλλο παράπτωμα, η έκτιση της ποινής αυτής αρχίζει από την επομένη της λήξεως της προηγούμενης ποινής.
  3. Οι αποφάσεις, με τις οποίες επιβάλλονται ποινές σε αστυνομικούς που έχουν εξέλθει του Σώματος, δεν εκτελούνται αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6.
  4. Οι πειθαρχικές αποφάσεις και το περιεχόμενό τους αποτελούν υπηρεσιακό απόρρητο και δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν γνώση τρίτα πρόσωπα, εκτός αν το προβλέπει ειδικά ο νόμος.

 


Άρθρο: 55

Διαδικασία μετά την ακύρωση πειθαρχικής απόφασης

 

 

Σε περίπτωση που ακυρώθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια πειθαρχική απόφαση με την οποία επιβλήθηκε ποινή, η υπόθεση αναπέμπεται στο πειθαρχικό όργανο που εξέδωσε την απόφαση αυτή ως εξής: (α) Αν η ακυρωθείσα απόφαση εκδόθηκε από πειθαρχικό συμβούλιο, η αναπομπή ενεργείται από το όργανο που ενήργησε την αρχική παραπομπή μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση της απόφασης στην Υπηρεσία του και (β) Αν η ακυρωθείσα απόφαση εκδόθηκε από μονομελές πειθαρχικό όργανο, η υπόθεση επανεξετάζεται από το πειθαρχικό όργανο που είχε εκδώσει την ακυρωθείσα πράξη, μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευσή της στην Υπηρεσία του.

Άρθρο: 56

Διαγραφή ποινών

 

 

  1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν διαγράφονται αυτοδικαίως από τα ατομικά έγγραφα των αστυνομικών, χωρίς να απαιτείται πράξη διαγραφής, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου ως ακολούθως: (α) Η ποινή της αργίας με απόλυση μετά από δώδεκα (12) έτη. (β) Η ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση μετά από οκτώ (8) έτη. (γ) Η ποινή του προστίμου μετά από πέντε (5) έτη και

(δ) Η ποινή της επίπληξης μετά από δύο (2) έτη.

  1. Οι κατά τα ανωτέρω διαγραφόμενες πειθαρχικές ποινές δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις και προαγωγές, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του π.δ. 24/1997 (ΦΕΚ Α'- 29), όπως κάθε φορά ισχύει.
  2. Αν μέσα στο παραπάνω χρονικό διάστημα επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, ο χρόνος διαγραφής της υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου διαγραφής που προβλέπεται για την προηγούμενη.

 


Άρθρο: 57

Τελικές Διατάξεις

 

  1. Με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν θίγονται οι διατάξεις: α) Του άρθρου 9 του ν. 1756/1988 (Φ.Ε.Κ. Α'-35) και του άρθρου 163 του Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 1653/1986 (Φ.Ε.Κ. Α'-173), που αναφέρονται στον πειθαρχικό έλεγχο του αστυνομικού προσωπικού για πειθαρχικά παραπτώματα που σχετίζονται με την εκτέλεση παραγγελιών των δικαστικών αρχών και την επίδοση ποινικών δικογράφων. β) Των άρθρων 3 και 44 του π.δ. 360/1992 (Φ.Ε.Κ. Α- 183), που αναφέρονται στην άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και την επιβολή κατώτερων πειθαρχικών ποινών στο αστυνομικό προσωπικό, που υπηρετεί στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.). γ) Του άρθρου 15 παρ. 5 εδάφ. δ' του ν.δ. 17/1974 (Φ.Ε.Κ. Α'-235) και των κανονιστικών αποφάσεων, που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση αυτού και αναφέρονται στον πειθαρχικό έλεγχο του αστυνομικού προσωπικού, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Παλλαϊκής Άμυνας- Πολιτικής Σχεδίασης Εκτάκτου Ανάγκης/ Υπουργείου Εσωτερικών. δ) Του άρθρου 83 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.3566/2007 (Φ.Ε.Κ. Α'-117) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της υπ' αριθμ. 4804/2/1-14046/21.9.1990 (Φ.Ε.Κ. Β'-629) απόφασης των Υπουργών Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης, που αναφέρονται στον πειθαρχικό έλεγχο και την επιβολή κατώτερων πειθαρχικών ποινών στο αστυνομικό προσωπικό, που υπηρετεί στις διπλωματικές αρχές της Χώρας μας στο εξωτερικό και ε) Του άρθρου 4 παρ. 5 του ν. 2622/1998 (Φ.Ε.Κ. Α'-138), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν.3181/2003 (Φ.Ε.Κ. Α'-218), και του άρθρου 9 παρ. 10 του ν. 2734/1999 (Φ.Ε.Κ. Α-161), που αναφέρονται αντίστοιχα στον πειθαρχικό έλεγχο των Συνοριακών Φυλάκων και των Ειδικών Φρουρών.
  2. Για την επιβολή των ανώτερων πειθαρχικών ποινών στο αστυνομικό προσωπικό των εδαφίων β', γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.

 


Άρθρο: 58

Μεταβατικές διατάξεις

 

  1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, κρίνονται με τη διαδικασία και τα όργανα, που ορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.
  2. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 22/1996 (Φ.Ε.Κ.Α'-34) όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με τα π.δ. 31/2001 (Φ.Ε.Κ.Α'-26) και π.δ. 3/2004 (Φ.Ε.Κ. Α'- 1), αν αυτές είναι ευμενέστερες για τον εγκαλούμενο.
  3. Τα πειθαρχικά συμβούλια του άρθρου 34 του π.δ.22/1996, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ίσχυε, εξακολουθούν να είναι αρμόδια για την εκδίκαση των υποθέσεων που έχουν παραπεμφθεί σ' αυτά και εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. Τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια είναι αρμόδια και για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων, που παραπέμπονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον δεν έχουν συγκροτηθεί τα υπό του άρθρου 34 οριζόμενα πειθαρχικά συμβούλια. Με τη συγκρότηση των πειθαρχικών συμβουλίων του άρθρου 34, οι εκκρεμείς υποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου περιέρχονται αυτοδικαίως στα συμβούλια αυτά, χωρίς να απαιτείται νέα παραπεμπτική διαταγή.
  4. Σε περίπτωση που εκκρεμούν κατώτερες πειθαρχικές ποινές προς επικύρωση ή επανεξέταση ύστερα από υποβολή προσφυγών κατ' αυτών, η διαδικασία εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο της επιβολής τους.
  5. Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων διέπονται, εφόσον αναφέρονται σε πειθαρχικά παραπτώματα που τελέσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικαίου, αν είναι ευμενέστερες για τον προσφεύγοντα.
  6. Οι πειθαρχικές ποινές, που δεν έχουν εκτελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος εκτελούνται κατά τις διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο που κατέστησαν τελεσίδικες.
  7. Για τις εκκρεμείς Ε.Δ.Ε. των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 11 του άρθρου 27 του π.δ. 22/1996 και τις Π.Δ.Ε. των περιπτώσεων α' και β' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του ιδίου π.δ., που διατάχθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, η πειθαρχική δίωξη που ασκήθηκε μ' αυτές θεωρείται ως μη γενομένη και εφαρμόζονται γι' αυτές οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος.

 


Άρθρο: 59

Καταργούμενες διατάξεις

 

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργούνται:

  1. Το π.δ. 22/1996 (Φ.Ε.Κ. Α-34) «Πειθαρχικό Δίκαιο του Αστυνομικού Προσωπικού», όπως είχε τροποποιηθεί με τα π.δ. 31/2001 (Φ.Ε.Κ. Α'- 26) και π.δ. 3/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' -1), πλην των διατάξεων του άρθρου 34 αυτού, η ισχύς του οποίου διατηρείται μέχρι την εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων αρμοδιότητας των οριζομένων απ' αυτό συμβουλίων που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 58 του παρόντος και
  2. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος.

 


Άρθρο: 60

Έναρξη ισχύος

 

Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει μετά από τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Εσωτερικών αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Πέμπτη, 23 Απρίλιος 2015 00:00

ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΑΓΩΓΕΣ

Προς ενημέρωση όλων των μελών της Ένωσης μας, σας παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο διαμορφωμένο μέσα από Π.Δ. και Αστυνομικές διατάξεις σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται για τις Προσαγωγές υπόπτων ατόμων.
Γιατί η ΓΝΩΣΗ είναι Δύναμη, Εφόδιο και Μέσο για μία Αστυνομία που όλοι θέλουμε!!!

ΘΕΜΑ: Οι προσαγωγές ατόµων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας.

1. Στη σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα ο αστυνοµικός καλείται να λειτουργήσει µέσα από συλλογικές διαδικασίες που στηρίζονται στη συνεργασία Αστυνοµίας και κοινωνίας. Ο ρόλος του καθίσταται πλέον πολυδιάστατος, πολύµορφος και καθοριστικός, ώστε να επιβάλλεται η προώθηση σύγχρονων µορφών αστυνόµευσης, επικεντρωµένων στην επίλυση των προβληµάτων της καθηµερινότητας των τοπικών κοινωνιών και η εφαρµογή τακτικών και πρακτικών, ικανών να αυξήσουν την αποτελεσµατικότητά του, µε απόλυτο πάντα σεβασµό στα δικαιώµατα των πολιτών.

2. H πρακτική της προσαγωγής πολιτών στο αστυνοµικό κατάστηµα προς εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζοµένου εγκλήµατος, προβλέπεται από το άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.∆.141/1991, όπου ορίζεται ότι ο αστυνοµικός σκοπός ‘‘Οδηγεί στο αστυνοµικό κατάστηµα για εξέταση άτοµα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συµπεριφοράς τους δηµιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληµατικής ενέργειας’’. Στη συνέχεια της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι ‘‘Τα προσαγόµενα στο αστυνοµικό κατάστηµα άτοµα δέον όπως µη παραµένουν σ΄ αυτό πέραν του χρόνου, ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για τον σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν’’. Περαιτέρω, από το άρθρο 95 παρ. 1 του ιδίου Π.∆. προβλέπεται ότι ‘‘Σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήµατος, η Ελληνική Αστυνοµία οφείλει να επιλαµβάνεται, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, για τη βεβαίωσή του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρµόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνοµία να προσκαλεί ή προσάγει, για εξέταση στα Αστυνοµικά καταστήµατα τα άτοµα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήµατος’’.

3. Από το άρθρο 96 παρ. 3 του Π.∆. 141/1991 προβλέπεται ότι
‘‘Σωµατικές έρευνες, έρευνες σε µεταφορικά µέσα και µεταφερόµενα αντικείµενα και έρευνες σε ιδιωτικούς χώρους µη προσιτούς στο κοινό που δεν υπάγονται στην έννοια της κατοικίας, γίνονται όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη’’. Επίσης, σύµφωνα µε το άρθρο 119 περιπτ. δ΄ του ιδίου Π.∆. ‘‘ Όταν υπάρχει υπόνοια φυγής, ένεκα της προηγούµενης διαγωγής ή της συµπεριφοράς που δείχνει το πρόσωπο που συλλαµβάνεται, δεσµεύεται µε χειροπέδες, για την πρόληψη απόδρασης’’.

4. Όπως είναι γνωστό, από λειτουργική άποψη, η Αστυνοµία διακρίνεται σε διοικητική και δικαστική. Η πρώτη, πέραν από την άσκηση καθαρώς διοικητικών καθηκόντων (εφαρµογή κανόνων διοικητικού δικαίου), έχει ως έργο την πρόληψη του εγκλήµατος. Ενεργεί λοιπόν, έξω από τη σφαίρα της ποινικής δικαιοδοσίας της Πολιτείας. Η δεύτερη ασκεί καθήκοντα ανακριτικά (προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση), όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 251 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, µε σκοπό τη ‘‘συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων και προς εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος’’. Αναπτύσσει δηλαδή, τη δραστηριότητά της στο πεδίο της καταστολής του εγκλήµατος, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας της είναι οιονεί δικαστικός, αφού προετοιµάζει την πληρέστερη και ασφαλέστερη άσκηση της δικαιοδοσίας των ποινικών δικαστηρίων.

5. Στο πλαίσιο άσκησης της προληπτικής δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνοµίας, για την αποτελεσµατική πρόληψη, είναι αναγκαίο να παρέχεται στο προσωπικό της σηµαντικό πεδίο ελιγµών και πρωτοβουλιών κατά την εκτέλεση της αποστολής της. Η µορφή µε την οποία εκδηλώνεται συνήθως, η ως άνω προληπτική δράση της Αστυνοµίας έχει το χαρακτήρα σωµατικών ερευνών, ερευνών µεταφορικών µέσων, ελέγχου προσώπων ή χώρων κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση όµως, οι ενέργειες των οργάνων της διέπονται από την αρχή της νοµιµότητας (άρθρα 103 παρ. 1 και 120 παρ. 2
Συντάγµατος). Η αστυνοµική εξουσία δε νοείται ως αυτοτελής ή αυτόνοµη,
ούτε ισχύει το δόγµα ‘‘ο σκοπός αγιάζει τα µέσα’’. Κάθε δηµοκρατικό κράτος δικαίου αυτοκαθορίζει τους κανόνες βάσει των οποίων δρουν τα όργανά του. Βασική προϋπόθεση ύπαρξης και λειτουργίας του δηµοκρατικού κράτους δικαίου θεωρείται, µεταξύ άλλων, η αναγνώριση ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων υπέρ των πολιτών (άρθρο 4 κ.επ. Συντάγµατος). Ειδικότερα, οι αστυνοµικοί έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται µε σεβασµό στην ανθρώπινη αξία, όπως επιβάλλεται από τη θεµελιώδη αρχή της έννοµης τάξης µας (άρθρο
2 παρ.1 Συντάγµατος) και από τον Κώδικα δεοντολογίας του αστυνοµικού (Π.∆. 254/2004). Περιστατικά που έχουν επισηµανθεί από το Συνήγορο του Πολίτη, καθώς και αυτά που έρχονται κατά καιρούς στη δηµοσιότητα από άλλους φορείς και τα Μ.Μ.Ε. και αφορούν αντικανονικούς ελέγχους και προσαγωγές, εκθέτουν δηµόσια την Ελληνική Αστυνοµία και πρέπει να εκλείψουν.

6. Κατ’ αρχήν, ως προς τη διενέργεια σωµατικών ερευνών, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ‘‘σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη’’ (άρθρο 96 παρ.3 Π.∆. 141/1991). Η συνδροµή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ειδικά αντικειµενικά ή υποκειµενικά στοιχεία, τα οποία να είναι επαρκή και πρόσφορα να δικαιολογήσουν κατά νόµο τη σωµατική έρευνα. Η έννοια των ‘‘υπονοιών’’ ή της ‘‘απόλυτης ανάγκης’’ είναι ωστόσο, αναπόσπαστα συνδεδεµένη µε το πρόσωπο εκείνου στον οποίο παρέχεται από το νόµο το δικαίωµα να τις αξιολογεί, δηλαδή του επιληφθέντα αστυνοµικού. Όπως είναι γνωστό, σε κανένα νοµοθετικό κείµενο δεν περιλαµβάνεται ορισµός της έννοιας του υπόπτου ή των υπονοιών. Γίνεται όµως δεκτό ότι υπόνοια είναι η πιθανολογική κρίση κάποιου (αρµοδίου) προσώπου, ο επαγωγικός του συµπερασµός, περί τέλεσης εγκλήµατος, στην οποία κρίση ή συµπερασµό καταλήγει µε τη δεδοµένη ψυχολογική του συγκρότηση αξιολογώντας τις κατ’ αυτό υφιστάµενες ενδείξεις (βλ. Ν. Λίβου. Η δικονοµική θέση των καθ΄ ών υφίστανται υπόνοιες περί τελέσεως εγκλήµατος. Ποιν. Χρ. ΜΕ, σελ. 1103 επόµ.). Η αβεβαιότητα αυτή σχετικά µε το περιεχόµενο των παραπάνω εννοιών, καταλήγει µοιραία σε αβεβαιότητα περί τη νοµική τους φύση, δηλαδή περί τα δικαιώµατα του υπόπτου προσώπου. Απλή υποστήριξη από τον ελεγχόµενο πολίτη της άποψης ότι για τη σωµατική του έρευνα απαιτείται παρουσία εισαγγελέα - ανεξάρτητα από το γεγονός του εσφαλµένου της άποψης- δεν συνιστά ασφαλώς πράξη επίµεµπτη ή ύποπτη, όταν ο ελεγχόµενος αρκείται σε αυτό και δεν παρεµποδίζει ή δεν ασκεί βία κατά τον έλεγχο. Εποµένως, µόνο το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για τη θεµελίωση ‘‘σοβαρής υπόνοιας’’ ικανής να νοµιµοποιήσει το επαχθές µέτρο της σωµατικής έρευνας.

7. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγµατος, κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαµβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος. Όπως µάλιστα, γίνεται δεκτό, σύλληψη είναι η υποβολή προσώπου στην φυσική εξουσία κρατικών οργάνων µε σκοπό ή αποτέλεσµα την (προσωρινή έστω) στέρηση της ελευθερίας του. ∆εν αποτελεί αντιθέτως, σύλληψη (και άρα ούτε περιορισµό της προσωπικής ελευθερίας), αλλά περιορισµό της ελευθερίας κινήσεως, το σταµάτηµα ύποπτου πεζού ή οχήµατος από αστυνοµικό όργανο για τον έλεγχο της ταυτότητας ή τον έλεγχο της άδειας κυκλοφορίας του οχήµατος, έστω και αν οι έλεγχοι αυτοί συνεπάγονται ενδεχοµένως µετάβαση στο αστυνοµικό τµήµα, από όπου ο ελεγχόµενος αφήνεται ελεύθερος µόλις περατωθεί, εντός εύλογου χρόνου, ο έλεγχος (βλ. Π. ∆αγτόγλου. Ατοµικά ∆ικαιώµατα. 1999, σελ. 230 επόµ.).

8. Η προσαγωγή του υπόπτου στο αστυνοµικό κατάστηµα συνιστά εξ’ ορισµού, ένα επαχθές καταναγκαστικό µέτρο που αναφέρεται στην ελευθερία κίνησης του πολίτη, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή το άτοµο τίθεται υπό τη φυσική εξουσίαση του αστυνοµικού, πολλές φορές µάλιστα µε δέσµευση. 

Ενόψει του χαρακτήρα του µέτρου αυτού, επιβάλλεται όπως η όλη διαδικασία των προσαγωγών συνδυάζεται µε προσήλωση στο σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και στα ατοµικά δικαιώµατα του πολίτη, δικαιώµατα που αποτελούν κατάκτηση του νοµικού πολιτισµού µας, καθόσον ακόµη και η πρόληψη και δίωξη του εγκλήµατος δεν επιτρέπεται να γίνεται έναντι οποιουδήποτε τιµήµατος.

9. Ειδικότερα, οι ως άνω διατάξεις του Π.∆.141/1991 πρέπει να ερµηνεύονται και να εφαρµόζονται, κατά την ορθή τους έννοια, υπό το πρίσµα της προαναφερόµενης συνταγµατικής επιταγής. Η επίδειξη δελτίου ταυτότητας πρέπει, κατ’ αρχή, ν’ απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόµενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, η προσαγωγή πολίτη που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται στην περίπτωση που η συµπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήµατος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ΄ του Π.∆. 141/1991. Προσαγωγή προσώπων προς εξακρίβωση της (ανεπισήµως λεγοµένης) ‘‘δικαστικής ταυτότητας’’(δηλαδή του αν τυχόν φυγοδικούν), πέραν του ήδη επιδειχθέντος δελτίου αστυνοµικής ταυτότητας, αδιακρίτως και χωρίς αιτιώδη σύνδεση προς εγκληµατική ενέργεια, δεν είναι σύννοµες, καθόσον αντιβαίνουν κατ’ αρχή, στον ανωτέρω συνταγµατικό κανόνα. Συναφώς, επισηµαίνεται ότι ενδεχόµενος υψηλός βαθµός εγκληµατικότητας σε συγκεκριµένο δηµόσιο χώρο επιτρέπει, προφανώς, την πύκνωση της αστυνόµευσης αυτού και την επέµβαση εφόσον αναφύεται η παραµικρή εξατοµικευµένη ένδειξη, όχι όµως και την αντιµετώπιση όλων των παρατυχόντων πολιτών ως εκ προοιµίου υπόπτων, αφού οι πολίτες δεν υποχρεούνται να συνδέουν προς ορισµένο
‘‘νόµιµο’’ σκοπό τη φυσική τους παρουσία σε δηµόσιο χώρο (βλ. Ζωή Παπαϊωάννου. Περιεχόµενο και όρια της αστυνοµικής εξουσίας. 2004, σελ. 354 επ.).

10. Περαιτέρω, η δέσµευση των προσαγοµένων µε χειροπέδες πρέπει να γίνεται µόνο όταν η προηγούµενη διαγωγή ή συµπεριφορά του ατόµου δηµιουργεί υπόνοια φυγής (άρ. 119 περ. δ΄ Π.∆. 141/1991). Υπενθυµίζεται ότι την αστυνοµική δράση (και τη διοικητική δράση γενικότερα) διέπουν οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (βλ. Α. Τάχου. Το ∆ίκαιο της
∆ηµόσιας Τάξης. 1990, σελ. 54 επ.). Ειδικότερα, το µέτρο της δέσµευσης πρέπει να εφαρµόζεται µόνον εφόσον κρίνεται πράγµατι αναγκαίο και η πιθανότητα της απόδρασης δεν αντιµετωπίζεται µε άλλο ηπιότερο µέσο (π.χ. αυξηµένη επιτήρηση). Απλή ‘‘αρνητική’’ συµπεριφορά των ελεγχοµένων, η οποία άλλωστε εξηγείται από στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, δεν συνιστά άνευ ετέρου λόγο δέσµευσης. Ο αστυνοµικός έχει, από την ιδιότητά του και την ειδική κυριαρχική σχέση που τελεί, έννοµη υποχρέωση άψογης συµπεριφοράς.

11. Επίσης, η προσαγωγή πολιτών για προανακριτική εξέταση, είτε αφορά κατηγορούµενο είτε µάρτυρα για συγκεκριµένο ποινικό αδίκηµα, πρέπει ασφαλώς να χωρεί σύµφωνα µε όσα ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής
∆ικονοµίας, όπως άλλωστε προβλέπει ρητά και η προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 Π.∆. 141/1991. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου
251 Κ.Π.∆. προβλέπεται η αρµοδιότητα των αστυνοµικών ανακριτικών υπαλλήλων να συγκεντρώνουν χωρίς χρονοτριβές πληροφορίες για το
έγκληµα και τους υπαιτίους, να εξετάζουν µάρτυρες και κατηγορούµενους και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και διατήρηση
των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήµατος,
µετά από σχετική παραγγελία του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις αυτοφώρου κακουργήµατος ή πληµµελήµατος ή στις περιπτώσεις που από την καθυστέρηση απειλείται άµεσος κίνδυνος, κατά την κρίση πάντοτε του ενεργούντος ανακριτικού υπαλλήλου (άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.∆.). Ως τέτοιος ‘‘κίνδυνος’’ θεωρείται και ο κίνδυνος να µαταιωθεί ή δυσχερανθεί η βεβαίωση του εγκλήµατος, η ανακάλυψη του δράστη ή και η διενέργεια συγκεκριµένης προανακριτικής πράξης (βλ. Α. Κονταξή Κώδικας Ποινικής
∆ικονοµίας. 1994, σελ. 1223 επόµ.). Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όπου οι ανακριτικοί υπάλληλοι ενεργούν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, καλούν τους µάρτυρες µε τη διαδικασία των άρθρων 213 και 229 Κ.Π.∆., ενώ τον κατηγορούµενο µε εκείνη των άρθρων 270 επόµ. Κ.Π.∆. ∆ηλαδή, η κλήση είναι έγγραφη (κλήση µάρτυρα µπορεί να γίνει και προφορικά σε κατεπείγουσες περιπτώσεις κατά το άρθρο 213 παρ. 2 Κ.Π.∆.) και σε περίπτωση µη εµφάνισης για την προσαγωγή απαιτείται η έκδοση εντάλµατος βίαιης προσαγωγής. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις του αυτοφώρου εγκλήµατος ή κινδύνου από την καθυστέρηση (άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.∆.), ενόψει του επείγοντος των περιστάσεων, η προσαγωγή προς εξέταση των ως άνω προσώπων απαλλάσσεται εξαιρετικά των προαναφερόµενων διατυπώσεων (έγγραφη κλήση-έκδοση εντάλµατος).

12. Σ’ ότι αφορά το χρόνο που είναι αναγκαίος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προσαγωγής, επιβάλλεται, µε κάθε προσπάθεια, να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο προς τούτο. Επισηµαίνεται ότι κάθε υπέρβαση του ως άνω χρόνου θα µπορούσε να προσλάβει ακόµη και διαστάσεις ποινικού αδικήµατος (κατακράτηση παρά το Σύνταγµα κ.λ.π.). Ο σεβασµός της προσωπικότητας του πολίτη επιβάλλει όπως αυτός ενηµερώνεται - έστω κατά προσέγγιση - για τον αναµενόµενο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξακρίβωσης. Το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνοµίας προωθεί την οριστική λύση στο πρόβληµα µε την ηλεκτρονική διασύνδεση των αστυνοµικών τµηµάτων µε κεντρική βάση δεδοµένων όπου θα τηρούνται στοιχεία όλων των πολιτών που διώκονται νόµιµα. Η εν λόγω ηλεκτρονική εφαρµογή (Police on line) βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και αναµένεται η ολοκλήρωσή της.

 13. Η Αστυνοµία ενεργεί πάντα για τη διασφάλιση της δηµόσιας τάξης µε σταθερή όµως προσήλωση στο σεβασµό της ανθρώπινης αξίας και των θεµελιωδών δικαιωµάτων των πολιτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο και την εσωτερική έννοµη τάξη. Συναφώς, το Συµβούλιο της Επικρατείας που επεξεργάσθηκε τις προαναφερόµενες διατάξεις του Π.∆.141/1991, στα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως τονίζει ότι ‘‘οι ενέργειες των αστυνοµικών που εντάσσονται είτε στη γενική είτε στη δικαστική αστυνόµευση, κείνται εντός των ορίων του Συντάγµατος και των Νόµων, περιέχουν δε ακριβή και λεπτοµερειακή ρύθµιση, ενόψει και των δεδοµένων της νοµολογίας. Κατά συνέπεια, οι περιορισµοί που εισάγουν στα αντίστοιχα ατοµικά δικαιώµατα, πρέπει να θεωρηθούν ως κατ’ αρχήν ανεκτοί κατά το Σύνταγµα. Πρόκειται δε πάντοτε περί διατάξεων που έχουν λάβει πάγια διατύπωση και έχουν τύχει µακροχρόνιας εφαρµογής’’.

14. Ύστερα από τα ανωτέρω και στο πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής µας, για σύγχρονη και αποτελεσµατική Αστυνοµία µε κοινωνικές ευαισθησίες κοντά στον πολίτη, ορίζουµε ότι:
α. Οι αστυνοµικοί δεν επιτρέπεται να συνδέουν την έννοια του υπόπτου διάπραξης εγκληµατικής ενέργειας µε τυχόν προκαταλήψεις τους για το χρώµα, το φύλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισµό, την ηλικία, την αναπηρία, την οικογενειακή κατάσταση, την οικονοµική και κοινωνική θέση ή άλλο διακριτικό στοιχείο του πολίτη, αλλά αποκλειστικά µε εξατοµικευµένες ενδείξεις που προκύπτουν από τη συµπεριφορά του.
β. ∆εν επιτρέπεται να προσάγονται σε αστυνοµικές υπηρεσίες άτοµα, δεσµευόµενα µάλιστα µε χειροπέδες, παρότι κατέχουν και επιδεικνύουν στους αστυνοµικούς δελτίο ταυτότητας, όταν η προηγούµενη συµπεριφορά τους δεν δηµιουργεί υπόνοιες ή δεν συνδέεται αιτιωδώς µε διάπραξη εγκληµατικής ενέργειας.
γ. Πολίτες που προσάγονται στο αστυνοµικό κατάστηµα για την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και τη συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζοµένου εγκλήµατος πρέπει να παραµένουν σε αυτό µόνον κατά τον απολύτως αναγκαίο προς τούτο χρόνο.
δ. Οι αστυνοµικοί πρέπει να τηρούν, τόσο κατά τον επί τόπου έλεγχο όσο και εντός των αστυνοµικών Υπηρεσιών, στον απόλυτο βαθµό, τους κανόνες του Κώδικα αστυνοµικής δεοντολογίας.
ε. Οι προσαγωγές πολιτών στο αστυνοµικό κατάστηµα, προκειµένου εξεταστούν προανακριτικά, πρέπει να γίνονται κατ’ εφαρµογή όσων προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας.
στ. Οι απαντήσεις που δίδονται προς τους πολίτες ή προς το Συνήγορο του Πολίτη, όταν ζητούνται διευκρινίσεις για ενέργειες κατά τους αστυνοµικούς ελέγχους και τις προσαγωγές, πρέπει να είναι αιτιολογηµένες και ύστερα από διερεύνηση της συνδροµής όλων των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι κείµενες διατάξεις. ∆εν επιτρέπεται η παράκαµψη της αιτιολογίας µε απλή αναφορά του τύπου ‘‘Όλες οι υπηρεσιακές ενέργειες υπήρξαν σύννοµες’’ ή ‘‘µέσα στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων’’.

Η εξέταση του καταγγέλοντα, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.3 του Π.∆. 22/1996, είναι απαραίτητη, προκειµένου µην εγείρονται υπόνοιες πρόθεσης συγκάλυψης τυχόν παρανοµιών από τους αστυνοµικούς.

Πέμπτη, 23 Απρίλιος 2015 00:00

ΑΔΕΙΕΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ


ΘΕΜΑ: «Προγραμματισμός κανονικών αδειών.»

 

Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Ημαθίας, γνωρίζει στα μέλη της τι ισχύει για τον προγραμματισμό κανονικών αδειών παραπέμποντας όλους τους συναδέλφους , Αξιωματικούς Διοικητές και λοιπό Αστυνομικό προσωπικό , στην ανάγνωση του υπ΄αριθ. 27/1986 Π.Δ. το οποίο ορίζει με σαφήνεια τον τρόπο και τον χρόνο με τον οποίο αυτές δύναται να χορηγηθούν σε ολόκληρο το Αστυνομικό προσωπικό :

Π.Δ. 27/1986

ΑΡΘΡΟ 13

Προγραμματισμός κανονικών αδειών.

Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 202/13-17 Απρ. 1989, ΦΕΚ Α' 97, ορίστηκε ότι: "Όπου από τις διατάξεις των άρθρ. 13 και 14 του Π.Δ. 27/1986 (ΦΕΚ Α'11) δεν προβλέπονται αρμόδιοι για τον προγραμματισμό και την έγκριση χορήγησης των αδειών του αστυνομικού προσωπικού, αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τους αξιωματικούς διοικητές Υπηρεσιών για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους. Για τα ίδια θέματα των αδειών των διοικητών, αρμόδιοι καθίστανται οι διευθυντές ή διοικητές των προϊσταμένων τους Υπηρεσιών".

1. Οι κανονικές άδειες του αστυνομικού προσωπικού προγραμματίζονται μέσα στο ημερολογιακό έτος που ανάγονται, είτε ολόκληρες, είτε τμηματικά.

2. Ο προγραμματισμός των αδειών αυτών γίνεται το μήνα Δεκέμβριο για το επόμενο ημερολογιακό έτος και συντάσσονται σχετικοί πίνακες χωριστά για τους Αξιωματικούς και Ανθυπαστυνόμους και χωριστά για τους Αρχιφύλακες και Αστυφύλακες.

3. Κατά τον προγραμματισμό των αδειών αυτών λαμβάνονται υπόψη:

α) Οι υπηρεσιακές ανάγκες.

β) Οι προτιμήσεις του αστυνομικού προσωπικού, ως και οι λόγοι που επιβάλλουν αυτές και διατυπώνονται έγκαιρα με έγγραφη αναφορά του.

γ) Τα προβλεπόμενα στην παρ. 7 του άρθρ. 2 του παρόντος ποσοστά του αστυνομικού προσωπικού, που μπορούν να βρίσκονται ταυτόχρονα σε κανονική άδεια.

δ) Η χρονική περίοδος λήψης της κανονικής άδειας το προηγούμενο έτος.

ε) Γι' αυτούς που ζητούν την κανονική τους άδεια, τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, προγραμματίζεται υποχρεωτικά ένα 20ήμερο, με το οποίο λαμβάνονται και οι ημέρες πορείας, εφόσον ζητηθούν, σε μία από τις εξής περιόδους: 15/6-8/7, 9/7-1/8, 2/8-25/8, 26/8-18/9. Το υπόλοιπο της κανονικής άδειας προγραμματίζεται σε χρόνο, που δεν συμπίπτει με τις προηγούμενες δ' περιόδους. Αν όμως οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν μπορεί να χορηγηθεί ολόκληρη η κανονική άδεια κατά το από 15/6-18/9 χρονικό διάστημα.

στ) Κατά το χρονικό διάστημα 15/6-18/9 δεν προγραμματίζονται κανονικές άδειες στο αστυνομικό προσωπικό την ίδια περίοδο, που έλαβε τούτο άδεια το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, εκτός αν οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.

ζ) Για το αστυνομικό προσωπικό, που πάσχει από παθήσεις και έχει ανάγκη ειδικής θεραπείας (λουτροθεραπείας, υδροθεραπείας, αεροθεραπείας κ.λπ.) προγραμματίζεται, εφόσον το ζητεί, ολόκληρη η κανονική του άδεια, τους πιο πάνω μήνες. Η ανάγκη αυτή της ειδικής θεραπείας πιστοποιείται από βεβαίωση της οικείας επιτροπής αναρρωτικών αδειών. Η χρησιμοποίηση της άδειας αυτής για το σκοπό που χορηγήθηκε αποδεικνύεται με βεβαίωση της Υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την ειδική θεραπεία.

4. Ο προγραμματισμός των κανονικών αδειών του αστυνομικού προσωπικού γίνεται:

α) Από τα γραφεία του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης και των Προϊσταμένων των Κλάδων για το προσωπικό αυτών.

β) Από το γραφείο του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για τους προϊσταμένους των Κλάδων, τους περιφερειακούς Επιθεωρητές και Επόπτες, τους Διευθυντές των Γενικών Αστυνομικών Δ/νσεων Αττικής και Θεσ/νίκης, τους Δ/ντές των Υπηρεσιών Ασφαλείας Προέδρου της Δημοκρατίας, Βουλής των Ελλήνων και Προέδρου της Κυβέρνησης, το Δ/ντή της Δ/νσης Οικονομικής Επιθεώρησης και το προσωπικό του γραφείου αυτού (Αρχηγού).

γ) Από τα γραφεία των περιφερειακών εποπτών για το προσωπικό τους.

δ) Από τα γραφεία των περιφερειακών επιθεωρητών για τους Δ/ντές των Αστυνομικών Δ/νσεων των νομών που υπάγονται σ' αυτούς και το προσωπικό των γραφείων αυτών.

ε) Από τις Διευθύνσεις και Υποδιευθύνσεις των Κλάδων για το προσωπικό των Τμημάτων τους.

στ) Από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Κυβερνήσεως και του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους.

ζ) Από τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων και τα Παραρτήματά τους, για το προσωπικό της δύναμής τους.

η) Από την Υποδ/νση Τεχνικών Εφαρμογών Βόρειας Ελλάδας, για το προσωπικό της δύναμής της.

θ) Από τις διευθύνσεις των Γενικών Δ/νσεων Αττικής και Θεσ/νίκης, για το προσωπικό των Επιτελείων τους, τους Δ/ντές Υποδ/νσεων, καθώς και τους Δ/κες των Αστυνομικών Τμημάτων.

ι) Από τα Αστυνομικά Τμήματα των Γενικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσ/νίκης, για το προσωπικό της δύναμής τους.

ια) Από τις διευθύνσεις των Νομών για το προσωπικό της δύναμής τους και τους Διοικητές των Αστυνομικών Τμημάτων Τάξης.

ιβ) Από τα Αστυνομικά Τμήματα Τάξης των Διευθύνσεων των Νομών, για το προσωπικό της δύναμής τους, καθώς και για το προσωπικό τυχόν υφισταμένων τους Υπηρεσιών.

5. Οι πίνακες προγραμματισμού, μετά τη σύνταξή τους, εφόσον αφορούν υφιστάμενες Υπηρεσίες κοινοποιούνται σ' αυτές και ανακοινώνονται ενυπόγραφα στο προσωπικό.

6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρ. 2 του παρόντος, η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικά κατά το χρόνο προγραμματισμού της και ύστερα από αναφορά του ενδιαφερομένου. Εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υπηρεσιακοί, κατά την κρίση του αρμόδιου για την έγκριση χορήγησης της άδειας, η άδεια αυτή μπορεί να ανασταλεί, για χρονικό διάστημα μέχρι 5 ημέρες. Επίσης αν για οποιοδήποτε λόγο, δεν χορηγηθεί η κανονική άδεια κατά το χρόνο του προγραμματισμού της χορηγείται αμέσως, όταν εκλείψουν οι λόγοι. Αυτοί που δεν υποβάλλουν, κατά τα παραπάνω, αναφορά για την χορήγηση της προγραμματισμένης κανονικής άδειας, λαμβάνουν αυτή όταν το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες. Τέλος, αυτοί που διακόπτουν, με πρωτοβουλία τους την κανονική τους άδεια λαμβάνουν το υπόλοιπό της σε χρόνο που επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες.

7. Όσοι από το αστυνομικό προσωπικό μετατίθενται ή αποσπώνται και δεν έχουν λάβει την κανονική τους άδεια, λαμβάνουν αυτή, από τη νέα τους Υπηρεσία, σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, για τον οποίο γίνεται μνεία στο σχετικό φύλλο πορείας, έστω και καθ' υπέρβαση των ποσοστών της παρ. 7 του άρθρ. 2 του παρόντος.

8. Αναπρογραμματισμός κανονικών αδειών επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 12 του παρόντος και όταν πρόκειται για αμοιβαίο αναπρογραμματισμό.

 

 

Σελίδα 263 από 263

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΑ ΝΕΑ

Newsletter

Έγγραφείτε στο newsletter μας και μείνετε ενημερωμένοι.
Top
We use cookies to improve our website. By continuing to use this website, you are giving consent to cookies being used. More details…